Για το Μπαρακούντα, το τελευταίο μυθιστόρημα του ελληνοαυστραλού Χρήστου Τσιόλκα.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Μπορεί κανείς να υπερβεί τα όρια που θέτει η κοινωνική του τάξη; Έχει ένα παιδί ταπεινής καταγωγής τις ίδιες ευκαιρίες να επιτύχει, ακόμη κι αν καταφέρει να φοιτήσει σε ακριβό ιδιωτικό σχολείο; Και ποιο μπορεί να είναι το τίμημα της ενοχής και της ντροπής αν τελικά δεν καταφέρει να βρεθεί από την άλλη μεριά του λόφου; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα απέναντι στα οποία τοποθετεί τον ήρωά του ο ελληνικής καταγωγής Αυστραλός συγγραφέας Χρήστος Τσιόλκας, στο έβδομο στη σειρά μυθιστόρημά του μετά τα εμβληματικά Νεκρή Ευρώπη (μτφρ. Νίκη Προδρομίδου, εκδ. Printa) και Το χαστούκι (μτφρ. Βασίλης Κιμούλης, εκδ. Ωκεανίδα).
Ο νεαρός Ντάνι Κέλι, Έλληνας από τη μεριά της μητέρας, που εργάζεται ως κομμώτρια στη Μελβούρνη, και Σκωτσέζος από τη μεριά του πατέρα, φορτηγατζή που κάνει μεγάλα δρομολόγια απουσιάζοντας συχνά από το σπίτι, κερδίζει μια υποτροφία για να φοιτήσει σε ακριβό ιδιωτικό σχολείο κι έρχεται αντιμέτωπος μ' έναν κόσμο που του είναι ξένος. Ωστόσο, το ταλέντο και το πάθος του για την κολύμβηση θα τον βοηθήσει να βρει μια θέση ανάμεσα στους σνομπ συμμαθητές του δίνοντάς του την εντύπωση ότι το μέλλον μπορεί να είναι γενναιόδωρο απέναντι σε όποιον προσπαθεί πολύ και χωρίς περισπάσεις. Σύμμαχός του σε αυτή την προσπάθεια είναι η χειμαρρώδης και υποστηρικτική μητέρα του, αλλά και τα δύο μικρότερα αδέλφια του, που τον θαυμάζουν και του συμπαραστέκονται. Ο πατέρας του, αντίθετα, παραδοσιακός αριστερός κι εξαρχής αμφίθυμος απέναντι στην προοπτική του ιδιωτικού σχολείου, αλλά και της επένδυσης στον πρωταθλητισμό ως μέσο κοινωνικής και οικονομικής ανόδου, στέκεται απέναντί του κριτικά, χωρίς ωστόσο να του προσφέρει μια ξεκάθαρη εναλλακτική κατεύθυνση, έναν δρόμο έξω από τη μιζέρια του δικού τους μικρόκοσμου. Δίπλα του, σε όλη την πορεία του, στέκεται η παιδική του φίλη Ντέμετ –που εκφράζει το παιδί το οποίο προερχόμενο από την εργατική τάξη, επίσης, βρίσκει το δρόμο του στη μεγάλη δημοκρατία της μόρφωσης και του δημόσιου πανεπιστημίου–, με την οποία θα χαθεί και θα ξαναβρεθεί αρκετές φορές μέσα στις περίπου δύο δεκαετίες στις οποίες ξετυλίγεται η αφήγηση. Τέλος, σημαντικό ρόλο στη ζωή του παίζουν ο προπονητής του, ο Φραν Τόρμα, που λειτουργεί κι ως εναλλακτική πατρική μορφή, ο Κλάιντ, ο φίλος κι εραστής της ωριμότητάς του, και βέβαια το μοιραίο πρόσωπο της ιστορίας, ο Μάρτιν Τέιλορ, το πλουσιόπαιδο με το οποίο τον συνέδεσαν έντονα συναισθήματα ζήλιας και συμπόρευσης, ανταγωνισμού και σαγήνης.
Mάστορας της εκτενούς φόρμας
Το ταλέντο και το πάθος του για την κολύμβηση θα τον βοηθήσει να βρει μια θέση ανάμεσα στους σνομπ συμμαθητές του δίνοντάς του την εντύπωση ότι το μέλλον μπορεί να είναι γενναιόδωρο απέναντι σε όποιον προσπαθεί πολύ και χωρίς περισπάσεις.
Ο Τσιόλκας, όπως έχει αποδείξει και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του, είναι μάστορας της εκτενούς φόρμας, τόσο στο επίπεδο του χειρισμού των αφηγηματικών νημάτων στο χώρο και στο χρόνο όσο και στην κατασκευή σύνθετων και εντυπωτικών χαρακτήρων. Σε ό,τι αφορά τον χειρισμό του χρόνου, στο Μπαρακούντα ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με διαρκείς προλήψεις (πρόδρομες αφηγήσεις) και αναλήψεις (αναδρομικές αφηγήσεις) που σπάνε το χρόνο σε μικρά κομμάτια που συνδέονται μεταξύ τους με εσωτερικά νήματα και όχι με τη χρονολογική σειρά. Η αφήγηση ξεκινά με τον Ντάνι ενήλικα, κοντά στα τριάντα, να βρίσκεται στην Σκωτία, όπου έχει ακολουθήσει τον εραστή του Κλάιντ, κι ενώ είναι έτοιμος να τον εγκαταλείψει και να επιστρέψει στην Αυστραλία. Αντίθετα, η αφήγηση κλείνει με μια σκηνή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, με το Ντάνι να κολυμπά με τον πατέρα του στα ρηχά, στιγμή απόλυτης συμφιλίωσης και αναγνώρισης του πατέρα ως κεντρικής μορφής στη ζωή του. Στο μεσοδιάστημα, που περιλαμβάνει περίπου δύο δεκαετίες, παρακολουθούμε την πορεία του Ντάνι από τα χρόνια του σχολείου και της κολύμβησης έως και τα χρόνια της ενηλικίωσης και της ωρίμανσης, αφότου έχει πλέον επιστρέψει από τη Σκωτία.
Το Μπαρακούντα είναι περισσότερο ένα μυθιστόρημα μαθητείας πάνω στην αποτυχία, στην ντροπή να μην καταφέρνεις να γίνεις αυτό που οι άλλοι περιμένουν από εσένα.
Αν κι αρχικά έχει κανείς την εντύπωση ότι βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορία για την πορεία ενός νέου παιδιού ταπεινής καταγωγής προς τον πρωταθλητισμό, την επιτυχία κι ακολούθως την «πτώση» του, το Μπαρακούντα είναι περισσότερο ένα μυθιστόρημα μαθητείας πάνω στην αποτυχία, στην ντροπή να μην καταφέρνεις να γίνεις αυτό που οι άλλοι περιμένουν από εσένα. Ταυτόχρονα, είναι ένα μυθιστόρημα για το τι σημαίνει να ανήκεις στην εργατική τάξη, ειδικότερα σε κοινωνίες όπως η Αυστραλία που επενδύουν πολλά στην αίσθηση της «ομοψυχίας» και της «ομογενοποίησης». Σημαίνον αυτής της σχεδόν καταγωγικής ντροπής του ήρωα, που μοιάζει να προϋπάρχει στον πυρήνα του και να φωτίζεται από την ήττα του, γίνεται η ομοφυλοφιλία του, κλίση φανερή από νωρίς μα που αναπτύσσεται και ωριμάζει μέσα στον ήρωα στους μήνες της φυλάκισής του έπειτα από ένα βίαιο ξέσπασμά του. Ο έφηβος Ντάνι προσπαθεί, αγωνίζεται να περάσει στην απέναντι πλευρά, να γίνει ένα από τα «χρυσά αγόρια» με τα αστραφτερά χαμόγελα που όλοι θέλουν να πλησιάσουν και που τόσο ζηλεύει. Θα ήθελε να μπορούσε να αντικρίζει στα ίσα τον γεννημένο στα πλούτη Μάρτιν Τέιλορ και τους άλλους συμμαθητές του, που όσο τον αποδέχονται άλλο τόσο του δείχνουν με κάθε τρόπο πώς ποτέ δεν θα γίνει «ένας από αυτούς». Έτσι, όταν έρχεται η αποτυχία, όταν σε έναν αγώνα δεν καταφέρνει να ανέβει στο βάθρο που θα τον αναβάπτιζε σε «χρυσό αγόρι», ο Ντάνι θα καταρρεύσει. Το στίγμα αυτής της κατάρρευσης, που είναι δυσανάλογη σε σχέση με την κατάσταση, θα τον ακολουθεί στο εξής σαν σκιά του, και θα τον οδηγήσει, καιρό μετά, να ξεσπάσει το απόθεμα βίας που σώρευε μέσα του όλα αυτά τα χρόνια. Ο Ντάνι πίστεψε πως αν γινόταν ο ταχύτερος, ο δυνατότερος, ο καλύτερος, μια νέα ζωή, χωρίς τα βάρη του παρελθόντος, της οικογένειας, της τάξης και της διαφορετικότητας, θα του προσφερόταν.
Αστοχία χαρακτήρα
Ο Χρήστος Τσιόλκας
|
Ο ήρωάς του δείχνει, από ένα σημείο και μετά, να παραπαίει χωρίς στόχο και πορεία, θύμα μιας ντροπής που τον κατατρώγει και τον ξεπερνάει, μιας ντροπής όλο και λιγότερο κατανοητής από τον αναγνώστη όσο ο συγγραφέας προσπαθεί να του την εξηγήσει.
Όλες οι ποιότητες της γραφής του Τσιόλκα είναι παρούσες και σε αυτό το μυθιστόρημα: Η χειμαρρώδης γραφή του, η θεματική και αφηγηματική τόλμη, η ικανότητά του στην σκιαγράφηση πειστικών χαρακτήρων που ξεπερνούν τα στερεότυπα μα που εκφράζουν συνήθως κάτι περισσότερο από τον εαυτό τους (λειτουργούν, δηλαδή, συχνά, ως παράδειγμα μιας κοινωνικής τάξης, όπως η γιαγιά του Μάρτιν, ή μιας κοινωνικής ομάδας, όπως η Ντέμετ, που επίσης προσπαθεί να διαχειριστεί την ερωτική απόκλισή της από τη νόρμα χωρίς να αισθάνεται περιθωριακή). Κεφάλαια όπως αυτό της φυλακής, όπου έρχεται για πρώτη φορά σε ολοκληρωμένη επαφή με άλλον άντρα, περιλαμβάνουν σκηνές ανθολογίας, τόσο ως προς την ένταση της γραφής όσο και ως προς την συγγραφική τόλμη στην επιλογή της ακριβούς λέξης, του ακριβούς συναισθήματος.
Ωστόσο, σε αντίθεση με το Χαστούκι, στο οποίο ο Τσιόλκας κατάφερε να συνθέσει μια ευρύτατη τοιχογραφία της μεσαίας τάξης της Αυστραλίας, στο πολύ πιο προσωπικό κι ευαίσθητο Μπαρακούντα μοιάζει κάπου να χάνει το νήμα της ιστορίας του, να μην βρίσκει το στόχο του. Ο ήρωάς του δείχνει, από ένα σημείο και μετά, να παραπαίει χωρίς σκοπό και κατεύθυνση, θύμα μιας ντροπής που τον κατατρώγει και τον ξεπερνάει, μιας ντροπής όλο και λιγότερο κατανοητής από τον αναγνώστη όσο ο συγγραφέας προσπαθεί να μας την εξηγήσει. Ο Ντάνι επιστρέφει ως Νταν ξανά και ξανά στα ίδια μέρη και στα ίδια πρόσωπα, μα ο συγγραφέας μοιάζει να μην ξέρει πού ακριβώς να τον οδηγήσει. Η αίσθηση αυτή επιτείνεται από την παρουσία επαναλήψεων, μιας κάποιας χαλάρωσης στην γραφή, που κάνει ορισμένα κεφάλαια να φαντάζουν διεκπεραιρεωτικά, σε σύγκριση πάντοτε με την υψηλή ένταση και το νεύρο που χαρακτηρίζει τη γραφή του Τσιόλκα ακόμη και στα εκτενέστατα μυθιστορήματα που προηγήθηκαν. Κορύφωση της συγγραφικής αμηχανίας, το λυρικό τέλος με τον πατέρα στην παραλία, που μοιάζει περισσότερο με συγγραφική απόφαση παρά με φυσική κατάληξη της εσωτερικής πορείας του ήρωα.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τις όποιες ενστάσεις, το Μπαρακούντα του Χρήστου Τσιόλκα είναι γεμάτο από σελίδες θαυμάσιας και συγκινητικής πρόζας, ενώ πολλοί από τους χαρακτήρες –ο κεντρικός ήρωας, ίσως, λιγότερο– τριγυρνούν για καιρό στο μυαλό σου μετά το τέλος της ανάγνωσης. Από πλευράς αφηγηματικής σύνθεσης είναι άριστα συγκερασμένο ενώ από άποψη περιεχόμενου τολμηρό και έντιμο.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.
Μπαρακούντα
Χρήστος Τσιόλκας
Μτφρ. Άννα Παπασταύρου
Ωκεανίδα 2014
Σελ. 592, τιμή € 17,00