Του Μάριου Μηχαηλίδη
H ιδιότητα της ποίησης να ανταμείβει απλόχερα τους εραστές της, ποιητές και αναγνώστες, ηχεί παράδοξα στους αντιποιητικούς καιρούς μας. Ωστόσο, η ανταμοιβή της είναι γεγονός για όσους τολμούν και αντιστέκονται, παρά τα όσα υπομένουν, για να μην τους ρουφήξει ο καταποτήρας της στυγνής και ανελέητης καθημερινότητας.
Και πρώτα οι ποιητές. Γιατί η ποίηση, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, είναι μορφή δημιουργικής αντίστασης. Και δε μιλώ για την ποίηση-εκτόνωση ούτε για την ποίηση-εξορκισμό, γιατί και τέτοια υπάρχει, ούτε για εκείνους τους οιηματίες ποιητές που δεν κρύβουν την ξιπασιά τους, αλλά επί καλάμου στροβιλιζόμενοι, άρρενές τε και θήλεις, περιφέρονται στο αχανές ανύπαρκτων αιθέρων. Μιλώ για τους σεμνούς ποιητές που υπηρετούν την τέχνη τους πιστά από το χρέος μηδέποτε κινούντες∙ για εκείνους που διαρκώς αμφιβάλλουν και που συνεχώς βασανίζονται, μην είναι άωρα τα όσα γράφουν∙ για εκείνους που δε βιάζονται να δουν τα αποτυπώματα της ψυχής τους σε έκτυπη μορφή ή κάπου αναρτημένα, αλλά, υποτάσσοντας κάθε ανάλογη παρόρμηση, παραμένουν για μέρες και ώρες πολλές στο εργαστήρι τους και γράφουν ξανά και ξανά στίχους που τους δόθηκαν, λειαίνοντας άκαιρες αιχμές ή αλλάζοντάς λέξεις με ήχους παράταιρους.
Η ποίηση ανταμείβει και εκείνους που αντιστέκονται στις μαγγανείες του εύπεπτου λόγου και στη λογική “ευταξία” ενός κόσμου, τις συντεταγμένες του οποίου σχεδίασαν και επέβαλαν αλλότρια συστήματα πολιτικής και οικονομικής διαστροφής.
Έπειτα οι αναγνώστες. Η ποίηση ανταμείβει και εκείνους που αντιστέκονται στις μαγγανείες του εύπεπτου λόγου και στη λογική «ευταξία» ενός κόσμου, τις συντεταγμένες του οποίου σχεδίασαν και επέβαλαν αλλότρια συστήματα πολιτικής και οικονομικής διαστροφής. Τους αναγνώστες εκείνους που αρνούνται να περιφέρουν επιδεικτικά τα βιβλία τους στην αγορά, όπως εκείνος ο άθλιος Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης που κατόρθωσε να ξεγελάσει τους Αλεξανδρινούς. Τους αναγνώστες εκείνους που, σχεδόν συνωμοτικά, καταφεύγουν στην ανατρεπτική γλώσσα της ποίησης, τους εραστές του «λοξού» λόγου, για να θυμηθούμε εκείνον τον χρησμοδότη θεό που με τις δισημίες και τις αμφισημίες του έθετε σε δοκιμασία στρατηγούς και πολιτικούς ηγέτες.
Ωστόσο, πολλοί ποιητές δεν αρκούνται σ’ αυτήν την ανταμοιβή. Μέσα τους ξυπνά μια λαχτάρα που διαρκώς τροφοδοτείται από μια νοσηρή εγωπάθεια γι’ αυτό και σύντομα λοξοδρομεί, γίνεται εμμονή και παρασύρει προς ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Τότε, ακόμη και πολλά υποσχόμενοι ποιητές καταπνίγονται και βουλιάζουν στην αυταπάτη της υπεροχής. Σ’ αυτό συνεργούν και άλλοι: Κριτικοί που για λόγους δικούς τους, και όχι μόνον, υπερβαίνουν τα όρια και επαινούν χωρίς φειδώ, αναγνωρισμένοι ποιητές που εναγκαλίζονται νεώτερους ομοτέχνους δίκην προστατών, ειδικές εκπομπές που φιλοξενούν μετρίους έως και δήθεν ποιητές κτλ, κτλ.
Γνωρίζω ότι με αυτές τις διαπιστώσεις, δεν κομίζω γλαύκας εις Αθήνας, κι ούτε πιστεύω ότι ο δικός μου λόγος θα νουθετήσει κάποιους που ενδεχομένως θα αναγνωρίσουν ότι, ναι, η έπαρση δεν μπορεί να συμβαδίζει με ό,τι αγνό και ωραίο συνδέεται με την ποίηση. Άλλωστε, τέτοια πρόθεση δεν έχω. Απλώς, αγγίζω ένα θέμα, λίγο πολύ γνωστό σε όλους. Κι αν είναι κάτι που προκάλεσε αυτόν τον προβληματισμό είναι η πρόκληση και ο ξεπεσμός, δείγματα κι αυτά μιας φθίνουσας πορείας και ενός αγκομαχητού, κατ’ εμέ αδικαιολόγητου, από νέους ποιητές και -δυστυχώς- όχι μόνο.
Όμως, έτσι ή αλλιώς, η ποίηση ανταμείβει. Όσοι δεν το βλέπουν ή καλύτερα δεν το νιώθουν, ας επιστρέψουν εκεί, στην αφετηρία της προσπάθειας τους. Τότε που άλλα λαχταρούσαν και άλλα ποθούσε η ψυχή τους… Είναι σίγουρο ότι η ποίηση μπορεί να περιμένει, να συγχωρεί και να ενθαρρύνει αυτούς που την αγαπούν.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι φιλόλογος, ποιητής και πεζογράφος, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου ποιητών.