Η Μαρία Παπαϊωάννου με τη συλλογή διηγημάτων της «Rebound» (εκδ. Ιωλκός) βάζει στο κέντρο των ιστοριών της ήρωες που πάσχουν από κατάθλιψη. Δίνει φωνή σε ανθρώπους που συνήθως επιλέγουν να σιωπήσουν. Καθημερινές ιστορίες ανθρώπων με τραυματισμένο ψυχισμό και σκοτεινό βλέμμα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το βιβλίο μου αποτελείται από δεκαεπτά διηγήματα τα οποία έχουν σαν κεντρικό άξονα την ασθένεια της κατάθλιψης από την οποία νόσησα για μεγάλο διάστημα. Με φόντο την Αθήνα στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα, προσπάθησα μέσα από το βιβλίο μου να εισάγω τον αναγνώστη με απλά λόγια και καθημερινές στιγμές στον κόσμο της αρρώστιας δίχως να τον επιφορτίσω με δυσνόητες και περιττές ιατρικές ορολογίες. Ο σκοπός μου ήταν να παράξω τέχνη καταπιανόμενη με ένα θέμα που δυστυχώς παραμένει ακόμη ταμπού και δύσκολο. Δύσκολο για όσους το βιώνουν και ταμπού διότι σπάνια μιλάμε ανοιχτά για τις ψυχικές ασθένειες που μας ταλαιπωρούν. Ωστόσο, φύσει αισιόδοξη, παράλληλα, προσπάθησα να εισάγω και τους μη νοσούντες στον κόσμο των καταθλιπτικών, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να δουν, σαν μέσα από ένα view master θα λέγαμε, τον νοσηρό κόσμο της κατάθλιψης. Άλλοτε με σκληρό και ρεαλιστικό τρόπο και άλλοτε ακόμη και με χιούμορ. Διότι, η στάση μου στην ζωή εν γένει είναι ένα κλείσιμο του ματιού σε όσα θεωρούνται στερεότυπα και απροσπέλαστα. Όλα περνούν για να έρθουν άλλα καινούρια είτε δυσάρεστα είτε ευχάριστα. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα και κατόπιν γράφτηκε το Rebound.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Κάθε νέος συγγραφέας που καταθέτει την αλήθεια του σε ένα γραπτό με τον δικό του αυθεντικό τρόπο φέρει κάτι καινούργιο στον κόσμο της λογοτεχνίας.
Το ίδιο μπορεί να ισχύσει βέβαια και για ένα υφιστάμενο συγγραφέα που ρισκάρει να εκτεθεί προκειμένου να καταθέσει κάτι από την ψυχή του. Που ρισκάρει για την αλήθεια του να αλλάξει ύφος, θεματολογία και μέτρο και που δεν ανακυκλώνει προηγούμενους «τρόπους» του χάριν τυχόν εμπορικότητας ή προκειμένου να επανεπιβεβαιώσει την ταυτότητά του. Ο άνθρωπος είναι μεταβαλλόμενη φύση και κατά τη γνώμη μου, καλλιτέχνης όπως τον αντιλαμβάνομαι είναι αυτός που παρατηρεί την φύση του που αλλάζει και προσπαθεί να την ανακαλύψει, να την εξηγήσει και να μοιραστεί την αλήθεια που κρύβεται πίσω από όλες αυτές τις αλλαγές του. Αν και άλλοι ταυτιστούν με αυτή την αλήθεια και ανακαλύψουν και εκείνοι κάτι από τον εαυτό τους σε μια φράση, μια πρόταση ή ένα διήγημα τότε θα έχει έρθει κάτι καινούργιο στο σύμπαν της γραφής. Δεν είναι πανάκεια δηλαδή ότι ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας «φέρει» κάτι καινούργιο, ούτε ότι ένας υφιστάμενος συγγραφέας δεν μπορεί να παρουσιάσει καινούργια πράγματα. Εγώ από την πλευρά μου ελπίζω με το Rebound να έχω εκπληρώσει αυτό που επεδίωκα γράφοντάς το, που ήταν να αγγίξω με την αλήθεια μου τους ανθρώπους που θα το διαβάσουν. Τα πρώτα μηνύματα επιβεβαιώνουν το στόχο μου και είμαι πολύ περήφανη για αυτό.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Το «συγγραφικό μου εργαστήρι» δεν θα το χαρακτήριζα νεότευκτο καθώς γράφω από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Νεότευκτη είναι θα έλεγα η διανομή καθώς αποφάσισα ότι ήρθε η στιγμή να συγκεντρώσω και να παρουσιάσω το υλικό μου στον κόσμο του βιβλίου. Δεν έχω ακολουθήσει κάποια συγκεκριμένη μέθοδο γραφής. Ίσως, επηρεασμένη από την Βιρτζίνια Γούλφ, προσπάθησα σε νεογιλό, βέβαια, στάδιο να καταπιαστώ με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου που με βοηθούσε όσο έγραφα να προάγω το κεντρικό θέμα που είναι η ψυχική ασθένεια. Ωστόσο, το διήγημα λόγω της φύσης του είναι πολύ φιλικό σε αυτοσχεδιασμούς. Αυτό το οποίο είχα εξαρχής σκεφθεί να κάνω και έπραξα τελικά ήταν να ορίσω μια κεντρική ιδέα σε όλα τα διηγήματα που περιλαμβάνει το Rebound. Αυτό ήταν το μέτρο μου. Γιατί τα πάντα χρειάζονται κατά τη γνώμη μου ένα μέτρο σαν μια κατεύθυνση. Ακόμη και η τζαζ που είναι η πιο αυτοσχεδιαστική μουσική έχει μέτρο.
Ο τρόπος για να μη χαθώ στις λέξεις, λοιπόν, ήταν να ακολουθήσω τον δικό μου ρυθμό, τη δική μου αλήθεια, να γράψω με απλά λόγια αυτό που θέλω να πω και να αφαιρέσω οτιδήποτε περιττό. Η μέθοδός μου ήταν πιο πολύ να αφαιρώ παρά να προσθέτω. Μια ιστορία μπορείς να την πεις με πολύ απλό και σύντομο τρόπο ώστε να μην κουράσεις τον αναγνώστη, αφήνοντάς του πάντα το περιθώριο να την «ξαναγράψει» εκείνος ανακαλώντας την στο μυαλό του. Ο δικός μου «μετρογράφος» ήταν η κατάθλιψη και η Αθήνα σαν φόντο, σαν σκηνικό. Η Αθήνα με τις γνωστές και άγνωστες γωνιές της, με τις φωτεινές και σκοτεινές της γειτονιές παίζει το δικό της παιχνίδι με τον αναγνώστη. Παίζει το δικό της κυνήγι θησαυρού και ξεπροβάλλει σε όλο το έργο παράλληλα με τα ψυχικά vibes που αυτό εκπέμπει. Η πρωτοτυπία θα λέγαμε του Rebound είναι ότι τα διηγήματα συνδέονται μεταξύ τους στον κεντρικό άξονα, ενώ παράλληλα είναι τόσο περήφανα που μπορούν να πορευθούν και αυτόνομα σαν ξεχωριστές ιστορίες όπου κάθε μία αφήνει μοναδικό και διαφορετικό ψυχικό αποτύπωμα στον αναγνώστη. Όσο για το ποιος είναι ο θησαυρός σε αυτό το «κυνήγι»; Αυτό θα ήθελα να το αφήσω στον ίδιο τον αναγνώστη να το ανακαλύψει. Και αυτό θεωρώ είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία του Rebound, όταν τελικά επιτυγχάνεται.
Ο τρόπος για να μη χαθώ στις λέξεις, λοιπόν, ήταν να ακολουθήσω τον δικό μου ρυθμό, τη δική μου αλήθεια, να γράψω με απλά λόγια αυτό που θέλω να πω και να αφαιρέσω οτιδήποτε περιττό. Η μέθοδός μου ήταν πιο πολύ να αφαιρώ παρά να προσθέτω. Μια ιστορία μπορείς να την πεις με πολύ απλό και σύντομο τρόπο ώστε να μην κουράσεις τον αναγνώστη, αφήνοντάς του πάντα το περιθώριο να την «ξαναγράψει» εκείνος ανακαλώντας την στο μυαλό του.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Είναι πέρα για πέρα βέβαιο ότι με έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες. Πώς μπορεί κανείς να μην έχει επηρεαστεί από ένα πίνακα της Frida Kahlo ή του Paul Cézanne; Πώς να μην εμπνευστεί κανείς ένα σωρό ιστορίες βλέποντας τους «Χαρτοπαίκτες» του ή διερωτώμενος την αλήθεια που κρύβει το χαμόγελο της Moνα Λίζα; Μια μελωδία του Χατζιδάκι, ή ένα ποίημα του Ρίτσου. Κάθε καλλιτέχνη, πιστεύω, τον επηρεάζουν όλες οι τέχνες εξίσου. Είναι οι αφορμές, το κίνητρο, οι προσλαμβάνουσες για μια νέα ιστορία. Αυτό γίνεται υποσυνείδητα αλλά και συνειδητά. Το παιχνίδι της ανακάλυψης είναι μία από τις πιο ωραίες στιγμές της γραφής. Δηλαδή μπορεί να γράψω κάτι και μετά από καιρό να ανακαλύψω ότι αυτό θα μπορούσα να το έχω εμπνευστεί από ένα σωρό φαινομενικά ασύνδετα ερεθίσματα που όμως έχουν μεταφέρει το δικό τους μήνυμα στο μυαλό ή στη ψυχή μου. Όσον αφορά την λογοτεχνία με έχουν επηρεάσει τα μεγάλα κλασικά έργα τα οποία αγαπώ και μελετώ από πολύ μικρή.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Κανένας δρόμος σε οποιοδήποτε τομέα και να δραστηριοποιείται κανείς δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Οι μοντέρνοι καιροί είναι δύσκολοι και έχουν νέους κανόνες και ήθη. Ο δρόμος που ακολούθησα ήταν να πορευθώ ειλικρινά με ταπεινότητα και να κάνω αυτό που μου αρέσει πιο πολύ από όλα το οποίο είναι είναι να διηγούμαι ιστορίες και να τις γράφω. Παρόλο που έγραφα από μικρή, όταν αποφάσισα από τη συγγραφή να εκκινήσω το ταξίδι μου στον κόσμο του βιβλίου, παρακολούθησα το συγγραφικό εργαστήρι του Αμερικανικού Κολλεγίου Αθηνών στο οποίο δίδασκε ο καταξιωμένος συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης. Αυτό με βοήθησε να έρθω σε επαφή με τον κόσμο του βιβλίου και τους «επαγγελματίες» του. Στη συνέχεια προσέγγισα τις εκδόσεις Ιωλκός, που εκτός του ότι είναι ένας παραδοσιακός και με μεγάλη ιστορία εκδότης, είναι από τις πλέον καταξιωμένες επιχειρήσεις στον χώρο του βιβλίου. Το έργο μου άρεσε στην επιτροπή αναγνωστών όπου κρίνει ποια πληρούν τις προδιαγραφές για να εκδοθούν και η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή καθώς το Rebound εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.
Μέχρι στιγμής τα μηνύματα που λαμβάνω τόσο από τον εκδότη μου για την πορεία του βιβλίου όσο και τα προσωπικά μηνύματα που λαμβάνω από τους αναγνώστες μου με κάνουν και νοιώθω μεγάλη ευτυχία. Από τη μία γιατί το έργο μου έχει πάρει τη θέση του σε πολλές βιβλιοθήκες αναγνωστών σε όλη την Ελλάδα, όπως μαθαίνω, αλλά κυρίως γιατί πολύς κόσμος έχει ταυτιστεί με την αλήθεια μου. Έχει δει στις γραμμές του τον εαυτό του, έχει συγκινηθεί, έχει κλάψει, έχει γελάσει. Κάθε ένα μήνυμα που λαμβάνω, κάθε φωτογραφία αναγνώστη με υπογραμμισμένες φράσεις του έργου μου που άγγιξαν μια ψυχή είναι πηγή ευτυχίας και περηφάνιας για εμένα. Είναι το κίνητρό μου για να πορευθώ, να γίνω καλύτερη και να τελειώσω το δεύτερο μου βιβλίο το οποίο είναι σχεδόν στο στάδιο της επιμέλειας από εμένα.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Rebound
Μαρία Παπαϊωάννου
Ιωλκός 2017
Σελ. 128, τιμή εκδότη €10,00