Στον Κώστα Αγοραστό
Με προσεκτικά και μελετημένα βήματα η Μαρία Φακίνου, τα τελευταία χρόνια, χτίζει το συγγραφικό της σύμπαν. Η νουβέλα της, "Η αρχή του κακού" (εκδ. Καστανιώτη), που μόλις κυκλοφόρησε, είναι μια εμπνευσμένη αλληγορία. Μεστός λόγος, υποδειγματική κλιμάκωση και αρχετυπικοί χαρακτήρες είναι αυτά που θα συναντήσει ο αναγνώστης. Με αυτό ως αφορμή κουβεντιάσαμε μαζί της.
Μόλις κυκλοφόρησε η καινούργια σας νουβέλα «Η αρχή του κακού». Πείτε μας, με δυο λόγια, τι συμβαίνει στο βιβλίο;
Με δύο λόγια, μια γυναίκα φτάνει στην παραθαλάσσια κωμόπολη Χ. τον Φεβρουάριο του 2000. Κατά την παραμονή της –σε αυτόν τον τόπο όπου κυριαρχούν η βία, ο φόβος για το διαφορετικό και μια στρεβλή αντίληψη της έννοιας του ηθικού– συμβαίνουν μια σειρά ανεξήγητα γεγονότα με αποκορύφωμα ένα φόνο με άγνωστους θύτες. Η σύγκρουση μεταξύ των κατοίκων μοιάζει αναπόφευκτη. Τι θα επιφυλάξει η μικρή κοινωνία σε αυτή τη μυστηριώδη ξένη, και γιατί τους φοβίζει η παρουσία της;
Η ιστορία της νουβέλας σας αποτελεί μια αλληγορία της «ανθρωποφαγικής» κοινωνίας του σήμερα;
Αποτελεί πρωτίστως προϊόν μυθοπλασίας. Το γεγονός ότι το βασικό του θέμα –η μη αποδοχή του διαφορετικού, του ξένου, του ανοίκειου από ένα κοινωνικό σύνολο, μια μάζα- βρίσκει σήμερα πιο πρόσφορο έδαφος απ’ ό,τι πριν για να εκδηλωθεί, αποτελεί σίγουρα σημείο των καιρών. Είμαι λίγο επιφυλακτική με τη λέξη αλληγορία. Θα έλεγα ότι υπάρχουν αντιστοιχίες με το σήμερα.
Η επικαιρότητα είναι πηγή έμπνευσης για εσάς;
Κάποια παράδοξη ή εξωφρενική επικαιρότητα –της οποίας γινόμαστε όλο και πιο συχνά μάρτυρες- αποτελεί σίγουρα μια αφορμή ώστε συγκαλυμμένη και τροποποιημένη να εισχωρήσει σε ένα κείμενο.
Έχετε συμμετάσχει σε τέσσερις συλλογικούς τόμους διηγημάτων. Πόσο δελεαστικό είναι να σας θέτουν το θέμα και να σας ζητούν μια ιστορία;
Είναι μια πρόκληση περισσότερο. Σαν ένα προσωπικό στοίχημα ότι θα αντεπεξέλθεις στους όρους και τους κανόνες που κάποιος άλλος έχει θέσει. Επίσης, μου αρέσει η έννοια μιας άτυπης «συλλογικότητας» ή συγγραφικής συγγένειας που ενδεχομένως να υπονοείται με την επιλογή των υπόλοιπων συγγραφέων.
Δημοσιεύσατε το πρώτο σας βιβλίο πριν από πέντε χρόνια. Γράφετε δύσκολα, κ. Φακίνου;
Γράφω δύσκολα. Και αργά. Και έπειτα από πολλή σκέψη. Αυτά στην αρχή με άγχωναν, μετά όμως κατάλαβα ότι αυτός είναι ο τρόπος μου.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, που όλοι έχουμε διαβάσει από τον ημερήσιο τύπο, οι συγγραφείς, μεταφραστές και επιμελητές θα χρειάζεται πλέον να κάνουν έναρξη επαγγέλματος και να διατηρούν μπλοκάκι. Όλες αυτές οι πρακτικές δυσκολίες σάς αποθαρρύνουν ή σας πεισμώνουν για το επόμενό σας βιβλίο;
Στην Ελλάδα, είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις συγγραφέων, μεταφραστών και επιμελητών που ζουν από το επάγγελμά τους. Η πλειονότητα ασκεί παράλληλα και κάποιο άλλο με σταθερότερο εισόδημα. Το ζήτημα της ασφάλισής τους είναι σαφώς σημαντικό, έχει όμως ιδιαιτερότητες τις οποίες θα έπρεπε η κυβέρνηση να λάβει υπόψη της προτού τους εντάξει σωρηδόν σε ένα ταμείο με εισφορές συχνά απαγορευτικές και αναντίστοιχες με τις πραγματικές τους απολαβές. Αυτή η νομοθετική πρόταση δείχνει ακόμα μια φορά την πολιτική απαξίωσης που ακολουθείται απέναντι στο χώρο του βιβλίου με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Προσωπικά δεν με αποθαρρύνει ούτε με πεισμώνει. Με θυμώνει. Και σίγουρα δυσκολεύει ακόμα περισσότερο μια ήδη δύσκολη κατάσταση.
Βρίσκεται το μέλλον του βιβλίου στο «ηλεκτρονικό βιβλίο»;
Αυτήν την ερώτηση την ακούω τα τελευταία είκοσι χρόνια, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο δεν κατάφερε να εκτοπίσει το βιβλίο τόσο με την έννοια του αντικειμένου όσο και με αισθητικά κριτήρια. Δεν κατάφερε να γίνει «το μέλλον» της ανάγνωσης. Το μόνο πλεονέκτημα που βρίσκω στο ψηφιακό βιβλίο είναι η άμεση απόκτησή του ακόμα κι από την άλλη άκρη του κόσμου. Οι υπόλοιπες ευκολίες και λειτουργίες του μου φαίνονται αδιάφορες και μάλλον άσχετες με την αναγνωστική απόλαυση.
Ποιους συγγραφείς αγαπάτε κι έχουν επηρεάσει τα γραπτά σας;
Τους Ε. Χ. Γονατά, Φραντς Κάφκα και Ρέιμοντ Κάρβερ.