Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Yasmine El Rashidi Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου), το οποίο θα κυκλοφορήσει την Πέμπτη 15 Ιουνίου από τις εκδόσεις Κριτική.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Ο Ντίντο πιστεύει πως δεν υπάρχει περιθώριο αληθινού έρωτα στον πόλεμο, αλλά δεν θέλει να χαθούν τα γονίδιά του. Θέλει να ’ναι σύντροφοι τα παιδιά της επόμενης γενιάς. Έχουμε βουλιάξει στην απάθεια, λέει. Δεν είμαστε πια ικανοί ούτε για επανάσταση ούτε για έρωτα.
Ο Ντίντο πιστεύει πως δεν υπάρχει περιθώριο αληθινού έρωτα στον πόλεμο, αλλά δεν θέλει να χαθούν τα γονίδιά του. Θέλει να ’ναι σύντροφοι τα παιδιά της επόμενης γενιάς. Έχουμε βουλιάξει στην απάθεια, λέει. Δεν είμαστε πια ικανοί ούτε για επανάσταση ούτε για έρωτα. Λέει μια λέξη, πορανχεγιάρ, για να εξηγήσει το κενό μας. Κάτι σαν αφανισμός. Κάτι που μας άφησε η προηγούμενη γενιά. Μια λέξη δικής του επινόησης, ένα υβρίδιο ανάμεσα στα αραβικά και στα ρώσικα. Δεν υπάρχει γλώσσα γι’ αυτό που ζούμε. Χρειαζόμαστε το δικό μας λεξιλόγιο – κι όχι απλώς νέες μορφές στη λογοτεχνία και στην τέχνη. Μαθαίνει ρώσικα, επειδή νομίζει ότι στη λογοτεχνία της Ρωσίας θα βρει απαντήσεις· επειδή σ’ αυτή τη γλώσσα μπορεί να μιλήσει για όλα όσα νιώθει για την πολιτική της εποχής μας. Το λέει αυτό παρόλο που ούτε γράφει ούτε κάνει τέχνη. Καταναλώνει όμως τα πάντα, παρακολουθεί όσες ταινίες μπορεί, διαβάζει και ξαναδιαβάζει μυθιστορήματα, πηγαίνει σ’ όλες τις εκθέσεις, σ’ όλες τις θεατρικές παραστάσεις, στην όπερα. Αυτός ήταν που μου ’φερε μια βιντεοκασέτα του Κρις Μαρκέρ και μου είπε να μην κάνω τίποτε άλλο πριν τη δω. Η τέχνη είναι αυτό που τον στηρίζει, λέει. Αυτό που του δίνει την ενέργεια να συνεχίζει. Ο Ντίντο καταγράφει υποθέσεις όλη μέρα, προφορικές ιστορίες βασανισμών, κακοποιήσεων, συλλήψεων, στα χέρια των πρακτόρων του κράτους. Ακόμα και τα συναισθήματα αυτών των θυμάτων, τα τραύματα με τα οποία μένουν να ζουν – ακόμα κι αυτά που δεν υπάρχουν λέξεις, δεν υπάρχουν όροι να τα περιγράψουν. Κανένας δεν έχει φωνή, λέει. Κανένας δεν έχει πραγματική αίσθηση του ποιος είναι στ’ αλήθεια. Επιμένει πως οι δρόμοι βράζουν, πως ξεχειλίζουν από την αγανάκτηση των ανθρώπων. Αλλά τα συναισθήματά μας τα τοποθετούμε λάθος. Γι’ αυτό και μένουμε βουβοί.
Διασχίζω την πλατεία προς το πανεπιστήμιο και σκέφτομαι. Σκέφτομαι αυτό και το επόμενο γράμμα μου στον Α, πώς θα του γράψω γι’ αυτή την αίσθηση, το να είσαι βουβός. Πώς νιώθει κανείς όταν δεν έχει γλώσσα; Πώς μπορεί να επιχειρήσει έστω την οικειότητα; Να εκφράσει πόθο; Η Μαμά δεν μιλούσε ποτέ για τον έρωτα. Κανείς απ’ όσους ξέρω, κανείς απ’ όσους αγάπησαν πραγματικά, δεν έχει πει λέξη για τον έρωτα. Νόμιζα πως ήταν κάτι για το οποίο ο Μπαμπάς θα μπορούσε ίσως να μιλήσει τώρα. Στρίβω στη γωνία, παίρνω την οδό Μοχάμεντ Μαχμούντ. Το McDonald’s άνοιξε εδώ πριν από λίγες βδομάδες κι η ουρά είναι τεράστια. Κοιτάζω πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων να βρω το τέλος της. Σ’ αυτόν ακριβώς τον δρόμο ήταν που ο Μπαμπάς άκουσε τις μηχανές των αεροπλάνων, σήκωσε το κεφάλι κι είδε το Άστρο του Δαβίδ καθώς πήγαινε να δηλώσει εθελοντής για τον πόλεμο που εκείνη τη στιγμή κρινόταν πάνω από το κεφάλι του. Ήταν απ’ αυτά τα ανεξίτηλα σημάδια στη μνήμη που έλεγε ότι ποτέ δεν φεύγουν. Ένιωθα κι εγώ εξαπατημένη, ένιωθα πως μου είχαν κλέψει τη ζωή μέσα από τα χέρια μου, αλλά δεν ήμουν σίγουρη ποιος ή γιατί. Αναρωτιόμουν. Μήπως ήταν κι αυτό κληρονομικό; Η αποχαύνωσή μας, η αίσθηση της εγκατάλειψης; Οι άνθρωποι, η μεγαλύτερη γενιά, η Θεία κι ο Θείος κι όλοι οι άλλοι, με κάποιον τρόπο πάντα ξανάπιαναν την κουβέντα –ακόμα κι όταν μιλούσαν για τις τιμές του φαγητού– για το «’67». Νικηθήκαμε, είμαστε ένα έθνος νικημένο. Αλλά παρόλο που ο Νάσερ αποδείχτηκε ψεύτης, ο κόσμος ήθελε να μείνει. Εκατομμύρια βγήκαν στους δρόμους και τον ικέτεψαν όταν παραιτήθηκε. Ο Μπαμπάς το είχε πει και το είχε ξαναπεί τόσες φορές, που ακόμα και στα έξι μου χρόνια τις είχα μάθει απ’ έξω αυτές τις ιστορίες. Χαράχτηκαν στο μυαλό μου. Είχα ρωτήσει: Γιατί ήθελες να μείνει αυτός, Μπαμπά; Ο Μπαμπάς κοίταξε τον αέρα, κοίταξε γύρω, μετά χαμήλωσε τα μάτια και κοίταξε εμένα. Ανασήκωσε τους ώμους. Ανασήκωσε τα φρύδια, ίσιωσε τα γυαλιά του στη μύτη. Μουρμούρισε κάτι για ηρωισμό, μετά είπε πως δεν ήξερε. Δεν είχε απάντηση να μου δώσει. Το γράφω τώρα στο ημερολόγιό μου, κάτω από τον τίτλο «Σημειώσεις Περί Ήττας», και βάζω δίπλα έναν αστερίσκο, μιαν αράδα για τον Θείο να μου λέει μετά από χρόνια ότι γενικά στη ζωή ενεργούμε όπως ενεργούμε από φόβο. Διαλέγουμε πάντα το γνώριμο, έστω κι αν αυτό σημαίνει συμβιβασμό.
Σκέφτομαι όλο και πιο πολύ τον Μπαμπά. Από κάποια στιγμή και μετά η ιδέα κάποιου που λείπει καιρό παύει να είναι συναίσθημα και γίνεται ένα είδος άσκησης του μυαλού, ένας αγώνας μνήμης και συμπερασμάτων. Την τελευταία φορά που είχαμε κατέβει στο κέντρο μαζί, ο Μπαμπάς νοσταλγικά είχε περιγράψει το αστικό τοπίο στα φοιτητικά του χρόνια. Μόνο επαύλεις υπήρχαν τότε, λίγα χαμηλά μοντέρνα κτίρια κι ένα χωριστό ανακτορικό πάρκο. Οι ανοιχτοί ακάλυπτοι χώροι ήταν το σήμα κατατεθέν της πόλης. Ένα από τα τρία κτίρια που ήταν πάντα εκεί, κάποτε με τον δικό του κήπο, τώρα στριμωγμένο από τις τρεις μεριές ανάμεσα σε πολυκατοικίες, ήταν αυτό όπου βρισκόταν το στούντιο του Αμπού Σεΐφ. Ο Μπαμπάς ήθελε να σπουδάσει κινηματογράφο, αλλά ο Παππούς δεν τον άφησε. Οι νεαροί τότε έπρεπε να σπουδάζουν οικονομικά, αυτός ήταν ο μόνος δρόμος για μια ζωή αξιοπρεπή. Ή οικονομικά ή νομικά. Ο Μπαμπάς δεν μπορούσε να πάει κόντρα στον Παππού, κι έτσι το ’σκαγε από τα μαθήματα και περνούσε μέρες ολόκληρες στο στούντιο. Ήταν εκεί όταν ο Αμπού Σεΐφ γύρισε το αριστούργημά του, καταγράφοντας όσα συνέβησαν μετά την ήττα. Ήταν η μόνη ταινία εκείνης της εποχής που δεν απαγόρευσε ο Νάσερ. Σκέφτομαι. Σκέφτομαι τον ακτιβισμό του Μπαμπά. Ποιος θα μπορούσε να είναι, πριν γίνει επιχειρηματίας. Έχω τη φοιτητική του ταυτότητα στο γραφείο μου, στο σπίτι. Την κοιτάζω. Θυμάμαι κάποια πράγματα. Τον ήχο της αναπνοής του όταν κούρντιζε το ρολόι του. Πώς χειρονομούσε όταν μιλούσε. Τα βήματά του στις σκάλες, την παύση, μετά τον κρότο των κλειδιών όταν τα έβγαζε από την τσέπη του. Την έκφραση του προσώπου του ένα δευτερόλεπτο πριν ξεσπάσει σε γέλια. Δεν μπορώ να τον φανταστώ να ενδιαφέρεται για το σινεμά. Ακούω διάφορα, από δω κι από κει, αλλά κανείς δεν λέει πολλά. Αυτά που ξέρω για τον Μπαμπά τα συνδυάζω, κομματάκι κομματάκι, μέσα από ιστορίες, σημειώσεις, όνειρα που δεν έχω ξεχάσει, ερμηνεύοντας άλλα που ακόμα ονειρεύομαι. Ένας καθηγητής θεατρολογίας με ρωτάει μια μέρα γιατί διάλεξα την τέχνη που διάλεξα. Γιατί διάλεξα την τέχνη γενικά. Και μετά μου λέει τη δική του ιστορία.
Απ’ όσους ανθρώπους ξέρω, είναι ο μόνος που μιλάει για αλλαγή στη χώρα. Ο έρωτας κι η επανάσταση είναι το ίδιο πράγμα, λέει. Πάνε μαζί. Τα τελευταία δυο χρόνια γίνονται συγκεντρώσεις στην πλατεία, με πανό και πλακάτ για την Παλαιστίνη.
Ο Ντίντο με πιέζει ν’ ασχοληθώ με τα πολιτικά, να γυρίσω ντοκιμαντέρ για τους διαφωνούντες, και να ξεχάσω τις απόπειρες που έχω κάνει μέχρι τώρα στο cinéma vérité. Είναι καιρός, μου λέει. Είναι καιρός ν’ αφήσω τον θυμό μου να βγει προς τα έξω. Μπορώ να κάνω τέχνη μέσω του ακτιβισμού, λέει. Μέσω του ντοκιμαντέρ. Διαφορετική τέχνη. Πιο δυνατή. Μα αυτό είναι πραγματικότητα. Δεν είναι τέχνη. Είναι αμετάπειστος. Κι επιμένει ολοένα και περισσότερο. Έρχεται και με βρίσκει απροειδοποίητα στα διαλείμματα, μου δίνει βιβλία με αφιέρωση, με την υπογραφή του. Σε παρακαλώ. Με αγάπη. Περνάει κι από το σπίτι τα Σάββατα, φέρνει δέκα πιάστρα πασατέμπο, κάθεται δίπλα μου σ’ ένα σκαλάκι, στον κήπο, και σχηματίζει δαχτυλίδια με τον καπνό των στριφτών τσιγάρων του. Τον ακούω να μιλάει χωρίς τελειωμό για τη μεταρρύθμιση κι αρχίζω μεθοδικά να καταγράφω τις ώρες που περνάμε μαζί, ξεφυλλίζω μπρος πίσω το μπλοκ μου, περιγράφοντας αυτή την πλευρά του. Αρχίζω κάθε καταγραφή με τη διάθεσή του, γράφοντας ό,τι θυμάμαι από τα απογεύματά μας. Απ’ όσους ανθρώπους ξέρω, είναι ο μόνος που μιλάει για αλλαγή στη χώρα. Ο έρωτας κι η επανάσταση είναι το ίδιο πράγμα, λέει. Πάνε μαζί. Τα τελευταία δυο χρόνια γίνονται συγκεντρώσεις στην πλατεία, με πανό και πλακάτ για την Παλαιστίνη. Κανένας δεν αναφέρει ποτέ την Αίγυπτο. Ο κόσμος γενικά δεν μιλάει για το καθεστώς, αν και όλοι θέλουν την αλλαγή. Κι εγώ τη θέλω. Φαίνεται πως η πολιτική είναι στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο των πάντων, αλλά δεν είναι κάτι που μπορείς να το δεις καθαρά, να το πιάσεις στα χέρια σου. Η Μαμά θα ήθελε να είναι αλλιώς τα πράγματα, αν και ποτέ δεν το λέει καθαρά. Το μαντεύω, ωστόσο. Ακόμα κι όταν χαμογελάει, όταν γελάει, βλέπω ότι η θλίψη της είναι πολύ μεγαλύτερη. Μια μελαγχολία που έχει ποτίσει όλη της την ύπαρξη. Δεν είμαι βέβαιη πως κάποιος απ’ όσους ξέρω είναι πραγματικά οργισμένος, κι ας νιώθουν τη ζωή τους μισή, ας νιώθουν ανικανοποίητοι, ανήσυχοι, ηττημένοι. Ο Θείος παραπονιέται για πολλά και διάφορα, γκρινιάζει, κατηγορεί την κυβέρνηση για την ανικανότητά της, αλλά όχι με την ορμή του θυμού που θέλει ο Ντίντο. Μα ούτε εγώ είμαι τόσο θυμωμένη, όσο επιμένει ο Ντίντο ότι είμαστε όλοι μας. Δεν το νομίζω. Λέει ότι απλώς δεν έχουμε τρόπο να εξωτερικεύσουμε τον θυμό μας, ότι δεν έχουμε μάθει να εκφράζουμε τον εαυτό μας. Ο τρόπος που ζούμε τη ζωή μας δεν είναι παρά σκέτος θάνατος.