Προδημοσίευση αποσπάσματος από το διήγημα «Κυνηγοί στο χιόνι», το οποίο θα περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του Tobias Wolff Η χαρά του πολεμιστή και άλλα διηγήματα (μτφρ. Τάσος Αναστασίου, Γιάννης Παλαβός), που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Ο Ταμπ περίμενε εδώ και μία ώρα κάτω απ’ το χιόνι που έπεφτε αδιάκοπα. Περπατούσε πάνω κάτω στον παράδρομο για να ζεσταθεί και όποτε έβλεπε φώτα να πλησιάζουν τέντωνε το κεφάλι του προς τον δρόμο. Ένας οδηγός σταμάτησε μπροστά του, αλλά προτού προλάβει ο Ταμπ να του κάνει νόημα να συνεχίσει, είδε το όπλο στον ώμο του Ταμπ και πάτησε γκάζι. Τα λάστιχα σπίνιαραν στον πάγο.
Το χιόνι άρχισε να πέφτει πυκνότερο. Ο Ταμπ κατέφυγε στο υπόστεγο ενός κτιρίου. Στον απέναντι δρόμο τα σύννεφα πάνω απ’ τις στέγες πήραν ένα άσπρο χρώμα και τα φώτα απ’ τις κολόνες έσβησαν. Μετακίνησε την καραμπίνα του στον άλλο ώμο. Ο ουρανός μεταμορφώθηκε σε μια απέραντη λευκή έκταση.
Το χιόνι άρχισε να πέφτει πυκνότερο. Ο Ταμπ κατέφυγε στο υπόστεγο ενός κτιρίου. Στον απέναντι δρόμο τα σύννεφα πάνω απ’ τις στέγες πήραν ένα άσπρο χρώμα και τα φώτα απ’ τις κολόνες έσβησαν. Μετακίνησε την καραμπίνα του στον άλλο ώμο. Ο ουρανός μεταμορφώθηκε σε μια απέραντη λευκή έκταση.
Ένα φορτηγάκι έστριψε απ’ τη γωνία κορνάροντας και κάνοντας ζιγκ ζαγκ με το πίσω μέρος του. Ο Ταμπ προχώρησε στον παράδρομο και σήκωσε το χέρι του. Το φορτηγάκι ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και συνέχισε να έρχεται προς αυτόν, μισό στον δρόμο και μισό στον παράδρομο. Ο Ταμπ έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, κρατώντας το χέρι του σηκωμένο, μετά το έβαλε στα πόδια. Η καραμπίνα γλίστρησε απ’ τον ώμο του και σύρθηκε στον πάγο, ένα σάντουιτς έπεσε από την τσέπη του. Έτρεχε προς τα σκαλιά του κτιρίου. Άλλο ένα σάντουιτς κι ένα πακέτο μπισκότα έπεσαν στο φρέσκο χιόνι. Κατάφερε να φτάσει στα σκαλιά και γύρισε να δει.
Το φορτηγάκι είχε σταματήσει αρκετά μέτρα πιο πίσω. Μάζεψε τα σάντουιτς και τα μπισκότα του, τακτοποίησε το όπλο του και κατευθύνθηκε στο παράθυρο του οδηγού. Ο οδηγός ήταν σκυμμένος στο τιμόνι, παίζοντας ντραμς με τα χέρια του στα γόνατά του και χτυπώντας τα πόδια του στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Έμοιαζε ψεύτικος, σαν σκίτσο ενός γελαστού ανθρώπου, αλλά εκείνη τη στιγμή το βλέμμα του ζωντάνεψε καθώς στράφηκε στον άντρα που καθόταν δίπλα του. «Θα ’πρεπε να έβλεπες τον εαυτό σου», είπε ο οδηγός. «Μοιάζει σαν μπάλα της παραλίας με καπέλο, συμφωνείς; Συμφωνείς, Φρανκ;»
Ο άντρας που καθόταν δίπλα του χαμογέλασε και κοίταξε αλλού.
«Ταμπ, απ’ την ώρα που ήρθαμε είσαι όλο παράπονα», είπε ο άντρας στη μέση. «Αν έχεις σκοπό να γκρινιάζεις όλη μέρα, καλύτερα πήγαινε σπίτι σου και βγάλε τ’ απωθημένα σου στα παιδιά σου. Αποφάσισε». Καθώς ο Ταμπ δεν μιλούσε, στράφηκε στον οδηγό. «Εντάξει, Κένι. Ξεκίνα».
Κάποιοι νεαροί αλήτες είχαν πετάξει ένα τούβλο στο παρμπρίζ προς τη μεριά του οδηγού κι έτσι το κρύο και το χιόνι έμπαιναν στο αυτοκίνητο ανεμπόδιστα. Η θέρμανση δεν λειτουργούσε. Σκεπάστηκαν μ’ ένα ζευγάρι κουβέρτες που είχε φέρει ο Κένι και κατέβασαν τα καπέλα τους μέχρι κάτω στ’ αυτιά.
Κάποιοι νεαροί αλήτες είχαν πετάξει ένα τούβλο στο παρμπρίζ προς τη μεριά του οδηγού κι έτσι το κρύο και το χιόνι έμπαιναν στο αυτοκίνητο ανεμπόδιστα. Η θέρμανση δεν λειτουργούσε. Σκεπάστηκαν μ’ ένα ζευγάρι κουβέρτες που είχε φέρει ο Κένι και κατέβασαν τα καπέλα τους μέχρι κάτω στ’ αυτιά. Ο Ταμπ προσπάθησε να ζεστάνει τα χέρια του τρίβοντάς τα κάτω απ’ την κουβέρτα, αλλά ο Φρανκ τον σταμάτησε.
Άφησαν πίσω τους το Σποκέιν και μπήκαν στην εξοχή, βλέποντας μαύρες γραμμές από φράχτες να ξετυλίγονται δίπλα τους. Το χιόνι έκοψε λίγο, αλλά και πάλι δεν μπορούσες να διακρίνεις πού τέλειωνε ο ορίζοντας και πού άρχιζε ο ουρανός. Στα χωράφια, που έμοιαζαν χρωματισμένα από κιμωλία, όλα ήταν ακίνητα. Τα πρόσωπά τους έγιναν κάτασπρα από το κρύο, και οι τρίχες στα μάγουλά τους και στο πανωχείλι τους σηκώθηκαν όρθιες. Σταμάτησαν δύο φορές για καφέ προτού φτάσουν στο δάσος όπου ήθελε να κυνηγήσει ο Κένι.
Ο Ταμπ υποστήριζε ότι θα έπρεπε να δοκιμάσουν κάπου αλλού∙ δυο χρόνια τώρα είχαν οργώσει όλη αυτή την περιοχή και δεν είχαν πιάσει τίποτα. Ο Φρανκ δεν έδινε δεκάρα είτε έτσι είτε αλλιώς, ήθελε μονάχα να βγει απ’ το αναθεματισμένο το φορτηγάκι. «Αφεθείτε στην ομορφιά», είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Άπλωσε τα πόδια του, έκλεισε τα μάτια, έγειρε το κεφάλι πίσω και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Συντονιστείτε με την ενέργεια γύρω μας».
Άρχισαν να περπατούν στα χωράφια. Ο Ταμπ δυσκολευόταν να περάσει τους φράχτες. Ο Φρανκ και ο Κένι θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν∙ θα μπορούσαν να σηκώσουν το πάνω σύρμα και να πατήσουν το κάτω, αλλά δεν το έκαναν. Στέκονταν και τον κοιτούσαν. Υπήρχαν πολλοί φράχτες και ο Ταμπ, όταν πια έφτασαν στο δάσος, είχε λαχανιάσει.
Κυνήγησαν πάνω από δυο ώρες και δεν είδαν ούτε ελάφι ούτε ίχνη ούτε άλλο σημάδι. Στο τέλος σταμάτησαν κοντά σ’ ένα ρυάκι για φαγητό. Ο Κένι είχε μαζί του αρκετά κομμάτια πίτσα και δύο ζαχαρωτά∙ ο Φρανκ είχε ένα σάντουιτς, ένα μήλο, δύο καρότα κι ένα κομμάτι σοκολάτα∙ ο Ταμπ έφαγε ένα σφιχτό αυγό και λίγο σέλινο.
Ο Φρανκ κρατούσε τα χέρια του ελαφρώς απλωμένα προς τα κάτω και οι άκρες τους άγγιζαν τον φλοιό του κούτσουρου όπου είχε ακουμπήσει το φαγητό του. Τα δάχτυλά του ήταν δασύτριχα. Φορούσε μια χοντρή βέρα και στο δεξί του δαχτυλάκι ένα άλλο χρυσό δαχτυλίδι με επίπεδη επιφάνεια και μια σειρά από κάτι σαν διαμαντάκια που σχημάτιζαν ένα «Φ». Έπαιζε με το δαχτυλίδι γυρίζοντάς το πάνω κάτω. «Ταμπ», είπε. «Έχεις δέκα χρόνια να δεις τ’ αρχίδια σου».
Ο Κένι διπλώθηκε στα δύο από τα γέλια. Έβγαλε το καπέλο και το χτύπησε στο πόδι του.
«Τι φταίω εγώ;» είπε ο Ταμπ. «Οι αδένες μου έχουν πρόβλημα».
◊ ◊ ◊
Βγήκαν απ’ το δάσος και κυνήγησαν κοντά στο ρυάκι. Ο Φρανκ και ο Κένι ανέλαβαν τη μια όχθη και ο Ταμπ την άλλη, προχωρώντας αντίθετα στο ρεύμα. Χιόνιζε πολύ ελαφρά, αλλά το στρωμένο χιόνι ήταν βαθύ και δύσβατο. Κάθε φορά που ο Ταμπ εστίαζε το βλέμμα πάνω του, έβλεπε ότι η επιφάνειά του ήταν λεία, ομοιόμορφη, κι έτσι μετά από λίγο έχασε το ενδιαφέρον του. Σταμάτησε να ψάχνει για ίχνη και προσπαθούσε μονάχα να συμβαδίζει με τον Φρανκ και τον Κένι που ήταν στην άλλη όχθη. Κάποτε αντιλήφθηκε ότι είχε ώρα να τους δει. Το αεράκι φυσούσε από τη μεριά του προς τη δική τους· όταν έπαυε να φυσάει, άκουγε μερικές φορές το γέλιο του Κένι, αλλά αυτό ήταν όλο. Τάχυνε το βήμα του πατώντας με δύναμη πάνω στο χιόνι, σπρώχνοντάς το με τα γόνατα και τους αγκώνες του. Άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του κι ένιωθε το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπό του, αλλά δεν σταμάτησε ούτε μια φορά.
Ο Ταμπ έφτασε τον Φρανκ και τον Κένι σε μια στροφή του ρυακιού. Στέκονταν πάνω σ’ ένα κούτσουρο που απλωνόταν από τη μια όχθη στην άλλη. Το έδαφος κάτω απ’ το κούτσουρο ήταν καλυμμένο με πάγο. Παγωμένα καλάμια προεξείχαν δεξιά κι αριστερά κι όταν φυσούσε λύγιζαν ανεπαίσθητα.
Η μέρα έφτανε στο τέλος της και αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στον δρόμο. Ο Φρανκ και ο Κένι πέρασαν απέναντι βαδίζοντας πάνω στο κούτσουρο και προχώρησαν ακολουθώντας το μονοπάτι που είχε ανοίξει ο Ταμπ. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο Κένι σταμάτησε. «Για δέστε εδώ», είπε κι έδειξε μερικά σημάδια που πήγαιναν από το ρυάκι στο δάσος. Οι πατημασιές του Ταμπ τα διέσχιζαν ακριβώς κάθετα. Εκεί, δίπλα στην όχθη, φαίνονταν καθαρά αρκετά ίχνη ελαφιού. «Και τι είναι αυτά λοιπόν;» είπε θυμωμένα ο Κένι. «Φουντούκια ή μπισκότα;»
Το ελάφι είχε περάσει πάνω από έναν φράχτη που ήταν μισοθαμμένος στο χιόνι. Μια πινακίδα που έγραφε «Απαγορεύεται το κυνήγι» ήταν καρφωμένη στην κορυφή ενός δοκαριού. Ο Φρανκ γέλασε και είπε ότι το καταραμένο ήξερε ανάγνωση.
Ακολούθησαν τα ίχνη μέσα στο δάσος. Το ελάφι είχε περάσει πάνω από έναν φράχτη που ήταν μισοθαμμένος στο χιόνι. Μια πινακίδα που έγραφε «Απαγορεύεται το κυνήγι» ήταν καρφωμένη στην κορυφή ενός δοκαριού. Ο Φρανκ γέλασε και είπε ότι το καταραμένο ήξερε ανάγνωση. Ο Κένι ήθελε να το κυνηγήσουν, αλλά ο Φρανκ είπε όχι, οι άνθρωποι εδώ γύρω δεν αστειεύονταν. Ίσως ο ιδιοκτήτης της γης, αν του το ζητούσαν, να τους άφηνε να μπουν μέσα. Ο Κένι εξέφρασε τις αμφιβολίες του. Όπως κι αν είχε, υπολόγιζε ότι μέχρι να πάνε στο φορτηγάκι, να βρουν το σπίτι του ιδιοκτήτη και να γυρίσουν πίσω, θα είχε σχεδόν σκοτεινιάσει.
«Ηρέμησε», είπε ο Φρανκ. «Δεν μπορείς να αναγκάσεις τη φύση. Αν θέλει να πιάσουμε το ελάφι, θα το πιάσουμε. Αλλιώς δεν θα καταφέρουμε τίποτα».
Ξεκίνησαν να γυρίσουν στο φορτηγάκι. Το δάσος σ’ αυτή τη μεριά ήταν γεμάτο πεύκα που έριχναν τις σκιές τους στη γυαλιστερή επιφάνεια του χιονιού. Ο Κένι και ο Φρανκ βάδιζαν σταθερά αλλά ο Ταμπ σκόνταφτε συνεχώς. Κάθε φορά που έπεφτε, χτυπούσε το καλάμι των ποδιών του. Ο Κένι και ο Φρανκ χάθηκαν από μπροστά του και σε λίγο δεν μπορούσε να ακούσει ούτε τις φωνές τους. Κάθισε σε ένα κούτσουρο και σκούπισε το πρόσωπό του. Έφαγε τα δύο σάντουιτς και τα μισά μπισκότα του χωρίς να βιάζεται καθόλου. Η ησυχία ήταν απόλυτη.