Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Juan Gabriel Vásquez «Οι υπολήψεις» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης), που κυκλοφορεί στις 10 Ιουνίου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Όταν παντρεύτηκαν, στο εκκλησάκι ενός χωριού με ασβεστωμένους τοίχους και πέτρινα σκαλοπάτια που κατέβαζαν στην πλατεία κι όπου άνετα στραμπουλούσες το πόδι σου, ο Μαγιαρίνο δεν είχε κλείσει ακόμα χρόνο από τη μέρα που άρχισε να δημοσιεύει γελοιογραφίες του –δύο το μήνα, αν ήταν τυχερός– σε μια εφημερίδα συντηρητικών τάσεων και οικογενειακών κεφαλαίων, ένα απ’ αυτά τα έντυπα που μπορεί να μην είναι ποτέ στην πρώτη γραμμή αλλά είναι σαν να υπήρχαν πάντα, και που τα φύλλα τους δεν τα πουλάνε εφημεριδοπώλες, αλλά εμφανίζονται ξαφνικά στα φαρμακεία και στα cafésόταν όλοι τα ’χουν πια ξεχάσει. Αυτή η δουλίτσα –έτσι τη θεωρούσε ο Μαγιαρίνο, με κάτι σαν αθέλητη περιφρόνηση– δεν αποτελούσε μέρος των μεγάλων σχεδίων του: αν είχε παρατήσει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική προτού τελειώσει το δεύτερο έτος, αν είχε αρνηθεί να χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες του πατέρα του για να εργαστεί χωρίς δίπλωμα σε κάποιο σημαντικό γραφείο, όλα αυτά τα έκανε για ν’ ακολουθήσει την αληθινή του κλίση ή, μάλλον, για ν’ αξιοποιήσει τα χαρίσματά του, αφού ακόμα και οι γονείς του είχαν αναγκαστεί να υποκλιθούν μπροστά στην απόδειξη του ταλέντου του, το απόγευμα που ο ζωγράφος Αλεχάντρο Ομπρεγόν, ο οποίος εκείνη την εποχή δούλευε πάνω σε ελαιογραφίες περιστεριών σ’ ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας γωνία Καθέτου 12 και Οριζοντίου 17, τους επισκέφθηκε στο σπίτι, στάθηκε μπροστά σ’ ένα ολόσωμο γυμνό που ο Μαγιαρίνο το στέγνωνε μ’ ένα φορητό σεσουάρ, κι αναφώνησε δέκα λέξεις σαν αυτές που μπορεί ν’ ακούει κάποιος όταν χρίζεται τορέρο: «Μα πώς στο καλό έμαθε αυτό το παιδί να ζωγραφίζει;».
Δεν ήταν σπάνιες οι φορές που ο Μαγιαρίνο έστελνε πέντ’-έξι γελοιογραφίες την εβδομάδα και τις έπαιρνε πίσω στο τέλος του μήνα μ’ ένα σημείωμα της γραμματέως σε επιστολόχαρτο με ανάγλυφο λογότυπο, στο οποίο ο υπεύθυνος των σελίδων γνώμης εξέφραζε τη μεγάλη του λύπη για το γεγονός ότι αυτή τη φορά δεν μπορούσε να δημοσιεύσει τη δουλειά του.
Η ζωγραφική ήταν το στοιχείο του. Το μέλλον (οι φαντασιώσεις που προβάλλονταν στο νου του όταν πρόφερε αυτή τη λέξη) ήταν στον καμβά. Οπότε, εκείνη την εποχή, οι γελοιογραφίες ήταν ο άμεσος βιοπορισμός, ο τρόπος να βγάζει τα προς το ζην ενώ στην εσωτερική αυλή στοιβάζονταν τεράστια κάδρα που γέμιζαν το σπίτι με τη μυρωδιά της τουρπεντίνης και που τα γυναικεία τους σώματα, όλα λίγο-πολύ συγκαλυμμένες εκδοχές της Μαγδαλένας, άλλαζαν χρώμα ανάλογα με τις διαθέσεις του φωτός που έμπαινε από το φεγγίτη. Η εφημερίδα τον πλήρωνε λίγα και καθυστερημένα, και μόνο όταν δημοσίευε γελοιογραφία του: δεν ήταν σπάνιες οι φορές που ο Μαγιαρίνο έστελνε πέντ’-έξι γελοιογραφίες την εβδομάδα και τις έπαιρνε πίσω στο τέλος του μήνα μ’ ένα σημείωμα της γραμματέως σε επιστολόχαρτο με ανάγλυφο λογότυπο, στο οποίο ο υπεύθυνος των σελίδων γνώμης εξέφραζε τη μεγάλη του λύπη για το γεγονός ότι αυτή τη φορά δεν μπορούσε να δημοσιεύσει τη δουλειά του. Στα είκοσι πέντε του, ο Μαγιαρίνο δεν είχε μάθει ακόμα πως αυτό ήταν συνηθισμένη πρακτική στις αίθουσες σύνταξης της χώρας· ούτε η Μαγδαλένα το ήξερε, αλλά εκείνη ήταν που του πρότεινε να στέλνει μόνο μία γελοιογραφία και να μη στέλνει την επόμενη αν δεν δημοσιευόταν η πρώτη. «Κι αν δεν τη δημοσιεύσουν;» ρώτησε ο Μαγιαρίνο. – «Θα περιμένουμε ώσπου να τη δημοσιεύσουν» του απάντησε. – «Ναι, αλλά η στιγμή περνάει. Οι πολιτικές γελοιογραφίες είναι σαν τα ψάρια: αν δεν τα φας σήμερα, δεν τρώγονται αύριο.» – «Μπορεί να ισχύει αυτό που λες» είπε η Μαγδαλένα, κλείνοντας το θέμα. «Αλλά κι αυτό είναι δικό τους πρόβλημα.»
Και φυσικά, είχε δίκιο. Eξαιτίας της περιορισμένης διανομής, η εφημερίδα άρχισε να δημοσιεύει ό,τι της έστελνε ο Μαγιαρίνο, ακόμα και να αυξάνει τη συχνότητα των δημοσιεύσεων. Για πέντε μήνες, η νέα κατάσταση ήταν ιδανική. Και τότε, κατά μήνα Αύγουστο, ο Πρόεδρος της Κολομβίας και ο Πρόεδρος της Χιλής υπέγραψαν μια κοινή διακήρυξη στην οποία και οι δύο χώρες εξέφραζαν πανηγυρικά το σεβασμό τους στην ιδεολογική διαφορετικότητα. Ο Μαγιαρίνο τούς σκίτσαρε και τους δύο, τον Κολομβιανό με το μόνιμο ακούσιο χαμόγελο και τον Χιλιανό με τα χοντρά, σκούρα γυαλιά. Κοίτα, αγαπητέ μου Σαλβαδόρ, στην Κολομβία δεν έχει σημασία αν είσαι Φιλελεύθερος ή Συντηρητικός, έλεγε η πρώτη αράδα της λεζάντας. Και η δεύτερη: Αυτό που έχει σημασία είναι να κατάγεσαι από καλή οικογένεια. Το σκίτσο έγινε μια κι έξω, κι έτσι το άφησε ο Μαγιαρίνο στο θυρωρείο τής εφημερίδας, καλά κλεισμένο σ’ έναν χαρτονένιο φάκελο, μέσα σε μια πλαστική σακούλα από την αγορά (ψιχάλιζε). Αλλά την επομένη, μόλις άνοιξε την εφημερίδα, είδε πως η δεύτερη αράδα της λεζάντας είχε εξαφανιστεί, και ο Μαγιαρίνο ένιωσε σαν να ’χε ανοίξει η γη να τον καταπιεί, μια καταβόθρα που όλα τα ρουφάει. «Μπορεί κανείς να μου το εξηγήσει αυτό;» είπε το ίδιο απόγευμα στα γραφεία της σύνταξης: είχε πάει με ταξί, γιατί το θέμα ήταν επείγον, με την εφημερίδα τυλιγμένη σαν τηλεσκόπιο και τσαλακωμένη μες στην ιδρωμένη χούφτα του. Δεν ήθελε να τρέμει η φωνή του· για να το αποφύγει, προσπάθησε να την υψώσει, αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό.
Ο Μαγιαρίνο δεν είπε τίποτα.
«Να τι θα τους λέω» συνέχισε ο διευθυντής, αρχίζοντας να περπατάει κάνοντας κύκλους, με τους δύο αντίχειρες χωμένους στη ζώνη του. «Θα τους λέω: Κοιτάξτε, καλοί μου διαφημιστές, καλοί μου κύριοι που μου δίνετε χιλιάδες πέσο το χρόνο, έχω ένα πρόβλημα. Δεν μπορώ να βάλω τη διαφήμισή σας, παρά το γεγονός ότι τα λεφτά που μου δίνετε πληρώνουν τους μισθούς των δημοσιογράφων. Και ξέρετε γιατί, κύριοι διαφημιστές; Γιατί ενός γελοιογράφου δεν του αρέσει να του κόβουν ούτε ένα χιλιοστό απ’ τα σκίτσα του. Σημασία δεν έχει ότι στο τέλος θα υποχρεωθούμε να κλείσουμε την εφημερίδα, αλλά να μην πειράζουμε τη γελοιογραφία. Έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, κύριοι διαφημιστές, και να παρακαλάτε τον Θεό να μη σας τύχει να συναναστραφείτε με καμία. Αυτό θα τους λέω: έτσι είναι οι ιδιοφυΐες. Σου κάνει αυτό, Μαγιαρίνο;»
Ο Μαγιαρίνο δεν είπε τίποτα.
«Θα σταματήσουμε να πληρώνουμε τους δημοσιογράφους μας. Ή, αν θέλεις, θα σταματήσουμε να πληρώνουμε εσένα. Είσαι εντάξει μ’ αυτό;»
Ο Μαγιαρίνο δεν είπε τίποτα.