Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του André Aciman «Έλα να με βρεις» (μτφρ. Νίκος Α. Μάντης) που κυκλοφορεί στις 28 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Έλιο στεκόταν δίπλα στην είσοδο του ξενοδοχείου. Αγκαλιαστήκαμε, κι έπειτα, αφού τον ελευθέρωσα, παρατήρησε ότι το πρόσωπο που βρισκόταν δίπλα μου δεν ήταν απλώς μια ξένη που έτυχε να βγαίνει απ’ το ξενοδοχείο την ίδια στιγμή με εμένα. Αμέσως η Μιράντα άπλωσε το χέρι της και έκαναν χειραψία. «Είμαι η Μιράντα» του είπε. «Έλιο» απάντησε εκείνος. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο. «Έχω ακούσει τόσο πολλά για σένα» είπε εκείνη «όλο για σένα μιλάει». Εκείνος γέλασε. «Υπερβάλλει, δεν έχει και πολλά να πει». Καθώς βγήκαμε στη χαλικόστρωτη αυλή, ο Έλιο με κοίταξε με ένα διακριτικά ερωτηματικό βλέμμα που έλεγε Ποια είναι αυτή; Εκείνη διέκρινε την απορημένη ματιά και είπε αμέσως: «Είμαι το άτομο με το οποίο κοιμήθηκε αφού με ψώνισε χτες στο τρένο». Εκείνος γέλασε, αν και ελαφρώς αμήχανα. Τότε η άλλη πρόσθεσε: «Αν τον περίμενες χτες στον σταθμό, δεν θα βρισκόμουν τώρα εδώ να σου μιλάω». Τότε έβγαλε τη μηχανή της και μας ζήτησε να σταθούμε δίπλα στην πύλη. «Θέλω να το κάνω αυτό» είπε.
Η Μιράντα εκτίμησε την κατάσταση στο λεπτό. «Ξέρω ότι οι δυο σας έχετε να κάνετε τα προσκυνήματά σας, οπότε δεν θέλω να είμαι αδιάκριτη» είπε δίνοντας έμφαση στη λέξη προσκυνήματα για να δείξει ότι ήταν ήδη εξοικειωμένη με τη διάλεκτο πατέρα και γιου. «Αλλά μπορώ να γίνω της προσκολλήσεως και υπόσχομαι πως δεν θα πω λέξη».
«Ορκίσου ότι δεν θα γελάσεις μαζί μας, ωστόσο» της είπε «γιατί είμαστε όντως γελοίοι».
Προσπαθούσα να συντονίζομαι μαζί της δίχως να επιτρέπω σ’ εκείνον να σκεφτεί ότι η θέση του στη ζωή μου είχε με κάποιον τρόπο αλλάξει ή υποβαθμιστεί εξαιτίας της∙ έπειτα όμως, μερικά βήματα πιο κάτω, έπιασα τον εαυτό μου να βαδίζει πολύ πιο κοντά σ’ εκείνον, σχεδόν στα όρια του να την παραμελώ.
Ήταν ο τρόπος που περπατούσαμε –μαζί και χωριστά ταυτόχρονα– που επέτρεπε μια δόση αμηχανίας να αιωρείται ανάμεσά μας. Προσπαθούσα να συντονίζομαι μαζί της δίχως να επιτρέπω σ’ εκείνον να σκεφτεί ότι η θέση του στη ζωή μου είχε με κάποιον τρόπο αλλάξει ή υποβαθμιστεί εξαιτίας της∙ έπειτα όμως, μερικά βήματα πιο κάτω, έπιασα τον εαυτό μου να βαδίζει πολύ πιο κοντά σ’ εκείνον, σχεδόν στα όρια του να την παραμελώ. Ανησυχούσα επίσης ότι ενδεχομένως εκείνος να αγανακτούσε με την παρουσία της, έχοντας κατά νου πως θα συζητούσε μαζί μου σοβαρά προσωπικά ζητήματα. Και ίσως να μην ήταν έτοιμος να τη συναντήσει ακόμη, και σίγουρα όχι τόσο απότομα. Πρέπει να αντιλήφθηκε τη δυσφορία μου και από τακτ άρχισε να περπατάει μπροστά μας. Ήξερα ότι το έκανε επίτηδες, σχεδόν υποχωρώντας υπέρ της, γιατί κανονικά περπατούσαμε ώμο με ώμο. Αν υπήρχε κάποια ένταση ανάμεσα στους τρεις μας, η κίνησή του επέτρεψε την εκτόνωσή της, αποκαθιστώντας τη συντροφικότητά μας, την ώρα που διασχίζαμε τη γέφυρα παρέα.
Είχαμε πει να πάμε με τα πόδια στο Προτεσταντικό Νεκροταφείο, αλλά είχε συννεφιά και η ώρα ήτανε ήδη περασμένη. Το κοιμητήριο είναι τέλειο μια ηλιόλουστη, ήσυχη μέρα καθημερινής, είπα, όχι όμως ένα πολύβουο απόγευμα Σαββάτου. Έτσι αποφασίσαμε να επαναλάβουμε τον περίπατό μας στη Βία Τζούλια και κατευθυνθήκαμε σε ένα καφέ που γνωρίζαμε όλοι.
Καθ’ οδόν ρώτησα τον Έλιο τι είχε παίξει το βράδυ της προηγουμένης, και μας είπε τα κοντσέρτα του Μότσαρτ σε Μι Ύφεση Μείζονα και Φα Ελάσσονα σε συνεργασία με μια ορχήστρα από τη Λουμπλιάνα. Χρειάστηκε να κάνουνε πρόβα όλη την προηγούμενη νύχτα, και όλη τη μέρα πριν απ’ τη συναυλία. Αλλά είχε πάει πολύ καλά. Έπρεπε να πάει στη Νάπολη και για μία ακόμα συναυλία το απόγευμα της Κυριακής.
«Λοιπόν, με ποιο προσκύνημα θ’ αρχίσουμε σήμερα;» ρώτησε η Μιράντα. «Ή πρόκειται να είναι έκπληξη;»
Για μια ακόμα φορά ανησύχησα, καθώς τα προσκυνήματα υποτίθεται ότι ήταν κάτι μονάχα ανάμεσα σε εμάς τους δύο και δεν αφορούσαν τρίτα πρόσωπα. Έτσι, για να ελαφρύνω κάπως τη διάθεση, του είπα ότι είχα κάνει ζαβολιά και ότι είχα ήδη ολοκληρώσει ένα προσκύνημα με τη Μιράντα: ήταν η βόλτα κάτω απ’ το διαμέρισμα της Ρόμα Λίμπερα όπου είχα ζήσει ως νεαρός καθηγητής.
«Η γκόμενα με τα πορτοκάλια;» ρώτησε αυτός.
Γελάσαμε και οι τρεις.
«Ε, δεν είμαστε σίγουροι» είπα εγώ. «Ξεκίνησε από τον Έλιο, και μετά, έπειτα από τις τόσες επισκέψεις μας, έγινε και δικό μου, και τελικά κατέληξε κοινό. Θα μπορούσες λοιπόν να πεις ότι οι αναμνήσεις μας είναι γραμμένες η μια πάνω στην άλλη. Πράγμα που εξηγεί γιατί έχει τόση σημασία η επίσκεψή μας εδώ, και τι είναι αυτό το επιπλέον το οποίο ακόμα κι εγώ ως καθηγητής δεν μπορώ να ορίσω. Και τώρα, Μιράντα, παίρνεις κι εσύ μέρος στο προσκύνημα».
«Βλέπεις, να τι είναι αυτό που αγαπώ σε εκείνον» είπε η Μιράντα, γυρνώντας στον Έλιο «τον τρόπο που το μυαλό του διαστρέφει τα πάντα, λες κι η ζωή αποτελείται από μικρά χαρτάκια που γίνονται μοντέλα οριγκάμι κάθε φορά που τα πιάνει στα χέρια του. Κι εσύ έτσι είσαι;»
«Ε, γιος του είμαι». Έγνεψε ντροπαλά.
Το καφέ Σαντ’ Εουστάκιο είχε τόσο πολύ κόσμο που δεν καταφέραμε να βρούμε τραπέζι και αποφασίσαμε να πιούμε τους καφέδες μας στο μπαρ. Ο Έλιο είπε ότι στα τόσα χρόνια που ερχόταν εδώ, δεν είχε κατορθώσει ποτέ να βρει κάθισμα. Οι τουρίστες περνάγανε ώρες καταλαμβάνοντας όλες τις θέσεις, διαβάζοντας χάρτες και οδηγούς. Επέμενε να μας κεράσει. Καθώς γλιστρήσαμε ανάμεσα στους πελάτες που περίμεναν να παραγγείλουν ή να πληρώσουν στο ταμείο, εκείνη ήρθε δίπλα μου και ρώτησε «Νομίζεις ότι τον σόκαρα;»
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα τρία φλιτζανάκια καφέ τοποθετήθηκαν στο μπαρ μπροστά μας.
Ο Έλιο εξήγησε ότι, προσπαθώντας να δώσει σημασία στην παρουσία της κοπέλας στο καφέ, ειδικά μια και ο χώρος έφερε ήδη το αποτύπωμα άλλων γεγονότων της ζωής του, άρχισαν να τσακώνονται. Εκείνη έλεγε συνέχεια ότι δεν υπήρχε τίποτα ιδιαίτερο στο είδος του καφέ που σέρβιραν εδώ, κι ο άλλος ανταπαντούσε ότι το ζήτημα δεν ήταν ο καφές αλλά το μέρος όπου μπορούσες να τον πιεις. Η διαφωνία τους όχι μονάχα κατέστρεψε το προσκύνημα αλλά τον έκανε να τη μισήσει. Ρούφηξαν τους καφέδες τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και πήραν ο καθένας τον δρόμο του για να μην ιδωθούν ποτέ ξανά.
«Κι ωστόσο λίγα χρόνια πριν, εδώ ήταν που πήρα μια πρώτη γεύση τού πώς θα ήταν η ζωή μου ως καλλιτέχνη ανάμεσα σε καλλιτέχνες. Ο πατέρας μου κι εγώ ερχόμαστε εδώ κάθε φορά που εκείνος βρίσκεται στη Ρώμη».
«Και ήταν όπως τα περίμενες, όλα αυτά τα χρόνια ως καλλιτέχνης;» ρώτησε η Μιράντα.
«Είμαι προληπτικός, γι’ αυτό θα πρέπει να προσέχω τι λέω» της απάντησε «αλλά υπήρξανε πολύ καθησυχαστικά – εννοώ τα χρόνια μου ως πιανίστα. Τα υπόλοιπα, ε, λοιπόν, ας μη συζητήσουμε για τα υπόλοιπα».
«Κι ωστόσο για τα υπόλοιπα είναι που θέλω να μάθω» είπα εγώ, συλλαμβάνοντας τον εαυτό μου να αντιγράφει σχεδόν τον πατέρα της Μιράντα. Σ’ αυτό το σημείο, η Μιράντα αντιλήφθηκε ότι η συζήτησή μας είχε παρεκκλίνει σε προσωπικά ζητήματα και ζήτησε συγγνώμη για να πάει στην τουαλέτα.
«Τα υπόλοιπα, μπαμπά» συνέχισε εκείνος «είναι κλειστό βιβλίο αυτό τον καιρό. Όμως την πρώτη φορά που ήρθα εδώ ήμουν δεκαεφτά και είχα βρεθεί μαζί με ανθρώπους που διαβάζανε πολύ, που αγαπούσαν την ποίηση, που ήταν βαθιά μπλεγμένοι με το σινεμά, και που ήξεραν τα πάντα για την κλασική μουσική. Με μύησαν στη φυλή τους και σε κάθε διάλειμμα που έκανα απ’ το σχολείο και αργότερα απ’ το πανεπιστήμιο ερχόμουν στη Ρώμη για να μείνω μαζί τους και να μάθω όσο καλύτερα μπορούσα πώς είναι μια ζωή μέσα στις τέχνες».
Δεν είπα τίποτα, αλλά εκείνος έπιασε το βλέμμα μου.
«Όμως πιο πολύ κι απ’ τη φιλία μου μαζί τους, εσύ πάνω απ’ όλους ήσουν που μ’ έκανες εκείνο που είμαι σήμερα. Ποτέ δεν είχαμε μυστικά εσύ κι εγώ∙ γνωρίζεις για μένα, κι εγώ γνωρίζω για σένα. Σε τούτο θεωρώ ότι είμαι ο πιο τυχερός γιος του κόσμου. Με δίδαξες πώς ν’ αγαπώ – πώς ν’ αγαπώ τα βιβλία, τη μουσική, τις όμορφες ιδέες, τους ανθρώπους, τις απολαύσεις, ακόμα και τον εαυτό μου. Και το σημαντικότερο, με δίδαξες ότι έχουμε μονάχα μία ζωή και ότι ο χρόνος είναι πάντα εναντίον μας. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω, παρόλο που είμαι νέος. Απλώς, μερικές φορές ξεχνάω το μάθημα».
«Γιατί μου τα λες αυτά;» τον ρώτησα.
«Γιατί σε βλέπω τώρα – όχι σαν τον πατέρα μου, αλλά σαν έναν άντρα που αγαπάω. Ποτέ μου δεν σ’ έχω ξαναδεί έτσι. Με χαροποιεί κι εμένα πολύ, σχεδόν ζηλεύω που σε βλέπω. Ξαφνικά είσαι τόσο νέος. Δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην αγάπη».
Αν δεν το είχα καταλάβει μέχρι τότε, ήξερα τώρα ότι ήμουν ο πιο τυχερός πατέρας του κόσμου. Το πλήθος συνωστιζόταν γύρω μας, κάποιοι πασχίζοντας να ανοίξουν δρόμο μέχρι το ταμείο. Κι ωστόσο κανείς τους δεν έμοιαζε να εισβάλλει στην τρυφερή και οικεία στιγμή μας. Είχαμε μια μικρή κουβέντα πάλι μπροστά στο τζάκι εν μέσω του πιο πολυσύχναστου καφέ της Ρώμης.
«Η αγάπη είναι εύκολη» είπα. «Το κουράγιο να αγαπάς και να εμπιστεύεσαι είναι που μετράει, κι αυτά δεν τα ’χουμε όλοι. Αυτό που μπορεί να μην ξέρεις ωστόσο, είναι ότι με δίδαξες πολύ περισσότερα απ’ όσα σε δίδαξα εγώ! Αυτά τα προσκυνήματα, για παράδειγμα, ίσως δεν είναι τίποτα άλλο παρά η επιθυμία μου να βαδίσω στα βήματά σου, να μοιραστώ μαζί σου τα πάντα και να βρεθώ στη ζωή σου όπως ήθελα ανέκαθεν να βρίσκεσαι εσύ στη δική μου. Σου έμαθα πώς να εντοπίζεις τις στιγμές που σταματάνε τον χρόνο, όμως αυτές οι στιγμές δεν σημαίνουν και τόσο πολλά αν δεν αντανακλώνται σε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Αλλιώς, μένουν μαζί σου και είτε κακοφορμίζουν στο πέρασμα της ζωής σου, είτε, αν είσαι τυχερός –και ελάχιστοι είναι– έχεις την ικανότητα να τις μετασχηματίζεις σε κάτι άλλο που αποκαλείται τέχνη, στη δική σου περίπτωση μουσική. Πάνω απ’ όλα ωστόσο υπάρχει αυτό το κουράγιο σου που εγώ ζηλεύω, και η τόση εμπιστοσύνη που έδειχνες πάντα στην αγάπη σου για τη μουσική, όσο και αργότερα στην αγάπη σου για τον Όλιβερ».
Εκείνη τη στιγμή, η Μιράντα επέστρεψε ανάμεσά μας και πέρασε το χέρι της στη μέση μου.