Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου «Η θάλασσα», που κυκλοφορεί στις 12 Ιουνίου από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ἀφοῦ μάθαμε ὅτι θὰ ἔφευγα, ἤμασταν ἕνα πρωὶ μόνες στὴν κουζίνα, ἐγὼ καὶ ἡ μητέρα. Ἦταν καθισμένη στὸ τραπέζι, μὲ τοὺς ἀγκῶνες ἀκουμπισμένους στὸ μουσαμά. Κάτι τῆς εἶχε μπεῖ στὸ μάτι. Τράβηξε πρῶτα μὲ τοὺς δυὸ δεῖχτες τὰ ματόφυλλα, φανερώνοντας τὸ ἀσπράδι, κι ὕστερα γύρισε τὸ πάνω ματόφυλλο, τὸ μέσα ἔξω, μὲ τὸν ἀντίχειρα καὶ τὸ δείκτη. «Βλέπεις τίποτα;» μὲ ρώτησε. Κοίταξα καλὰ καλὰ τότε μήπως φαινόταν κάτι, καὶ τὸ μόνο ποὺ εἶδα ἦταν ἐμένα, μικρὴ μὲς στὴν κόρη της, μὰ δὲν ἤμουν ἐγὼ ὁ λόγος πού ’χε δακρύσει. «Ὄχι», τῆς εἶπα· «δὲν βλέπω τίποτα». «Ἄσ’ το, δὲν πειράζει», μοῦ ’πε· «θὰ φύγει μὲ τὰ δάκρυα».
❈ ❈ ❈
Στὴν ὑπόγεια πόλη σβήναμε τὸ φῶς γιὰ νὰ κοιμηθοῦμε, ὅμως οἱ δημόσιοι χῶροι ἦταν ὁμοιόμορφα φωτισμένοι πάντα· οἱ ἀποχρώσεις, στὰ ροῦχα, στὰ φαγητά, στὶς κόρες τῶν ματιῶν, ἦταν μιὰ ξεπλυμένη ἀπομίμηση τῶν χρωμάτων ποὺ διατηροῦσα στὴ μνήμη μου καὶ στὰ ὄνειρά μου. Μόνο στὶς ταινίες στὸν κινηματογράφο, μὲς στὸ σκοτάδι τῆς αἴθουσας, ἔβλεπα τὰ χρώματα βαθιὰ καὶ καθαρὰ ὅπως τὰ θυμόμουν· νά, σὰν τὸ καφὲ στὸ μαντίλι ἐκείνου τοῦ κοριτσιοῦ, πού ’χε τὸ κεφάλι του ἀκουμπισμένο σ’ ἕνα τραπέζι καί, μὲ τὴ δύναμη τοῦ νοῦ μονάχα, ἢ τῆς πίστης, εἶχε κινήσει ἀπὸ μακριὰ δύο ποτήρια κι ἕνα βάζο. Θὰ μποροῦσα νὰ εἶμαι ἐγὼ τὸ κορίτσι, μέσ’ ἀπὸ τὴ δανεικὴ μνήμη τῶν εἰκόνων. Μὲ τὸ βαθύ του βλέμμα μὲ κοιτοῦσε ἀπὸ ἕνα δικό μου παρελθόν.
Τὰ μάτια τῶν κατοίκων στὴν ὑπόγεια πόλη ἔδειχναν ρηχά.
❈ ❈ ❈
Ἐκεῖ ποὺ κουβέντιαζα μιὰ φορὰ μὲ τὴν Ἰωάννα, μετὰ τὴ δουλειὰ στὰ θερμοκήπια, ξαφνικὰ τὴν κοίταξα κατάματα γιατὶ εἶχε σταματήσει νὰ μιλᾶ κι ἀναρωτήθηκα πῶς νὰ ἔδειχναν τὰ μάτια της στὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Στὰ καλὰ καθούμενα, αὐτὴ ἡ ἀσήμαντη ἀπορία γέννησε μιὰ ἀβάσταχτη ἐπιθυμία, καὶ τὴ ρώτησα:
Ἡ λεπίδα τοῦ μαχαιριοῦ ἔπαιζε λιγάκι, καὶ τὴν πίεζε μὲ τὸν ἀντίχειρα στὴ βάση της γιὰ νὰ μὴν ξεφύγει καὶ τῆς πληγώσει τὸ δάχτυλο. Βλέποντάς την νὰ κρατάει ἔτσι τὸ μαχαίρι καθὼς ἔκοβε τὴν τομάτα, ξαφνικὰ ἅπλωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ ἔκλεισα γύρω ἀπ’ τὰ δικά της. Τὸ δέρμα της ἦταν σφιχτὸ καὶ δροσερό.
«Ἂς φύγουμε», τῆς εἶπα.
Κρατοῦσε στὸ ἕνα χέρι μιὰ τομάτα καὶ στ’ ἄλλο ἕνα μαχαίρι. Οἱ τομάτες ἀπ’ τὸ θερμοκήπιο ἦταν ἄγλυκες, στεγνές, μὲ κοκκινωπὴ σάρκα ποὺ καὶ τότε ἀκόμα, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, μὲ ἀναγούλιαζε ὅταν τὴ γευόμουν. Ἄρχισε νὰ τὴν κόβει στὴ μέση. Ἡ λεπίδα τοῦ μαχαιριοῦ ἔπαιζε λιγάκι, καὶ τὴν πίεζε μὲ τὸν ἀντίχειρα στὴ βάση της γιὰ νὰ μὴν ξεφύγει καὶ τῆς πληγώσει τὸ δάχτυλο. Βλέποντάς την νὰ κρατάει ἔτσι τὸ μαχαίρι καθὼς ἔκοβε τὴν τομάτα, ξαφνικὰ ἅπλωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ ἔκλεισα γύρω ἀπ’ τὰ δικά της. Τὸ δέρμα της ἦταν σφιχτὸ καὶ δροσερό.
«Ἂς φύγουμε», τῆς εἶπα.
Οἱ ἄνθρωποι στὴν ὑπόγεια πόλη ἀγγίζονταν σπάνια, ὅμως δὲν τράβηξε τὰ χέρια της.
«Ναί», μοῦ εἶπε, «νὰ φύγουμε».
❈ ❈ ❈
Εἴχαμε πάρει μαζὶ γυαλιὰ ἀπὸ κεῖνα ποὺ φοροῦσαν οἱ συντηρητὲς τῶν πάνελ, γιατὶ τὰ μάτια μας ἦταν ἀσυνήθιστα στὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Στὴν πλάτη εἴχαμε ἕνα σακίδιο μὲ μερικὰ ροῦχα μέσα, λίγο φαΐ, νερό. Ξημέρωνε ὅταν βγήκαμε ἔξω. Κάναμε ἕνα διστακτικὸ βῆμα ὅπως ἂν εἴχαμε κατέβει σ’ ἄλλο πλανήτη, μ’ ἄλλη βαρύτητα κι ἀτμόσφαιρα. Ἡ Ἰωάννα σήκωσε τὸ χέρι κι ἔβγαλε τὰ σκοῦρα γυαλιά. Ἔκλεισε τὰ μάτια, τὰ ξανάνοιξε. Πρωτύτερα θά ’χε βρέξει, μύριζε νωπὸ χῶμα. Ὁ ἥλιος πρόβαλε καὶ τὰ χιλιάδες πάνελ τὸν ἀνταύγασαν. Ξανάβαλε τὰ γυαλιά της – καὶ προχωρήσαμε ἀνάμεσά τους.
❈ ❈ ❈
Ὅταν πήραμε τὸν μικρὸ ἀσφαλτόδρομο, βγάλαμε τὰ γυαλιὰ καὶ δὲν τὰ φορέσαμε ξανά. Ξετυλιγόταν φιδωτὸς ἀνάμεσα σ’ ἐγκαταλειμμένα χωράφια, ρημαγμένα κτίσματα, παρατημένα ἁμάξια ποὺ σκούριαζαν, χωρὶς λάστιχα, μὲ σπασμένα τζάμια καὶ ξεκοιλιασμένα καθίσματα. Οἱ στύλοι τοῦ ἠλεκτρικοῦ ἔγερναν δεξιὰ ἀριστερὰ καὶ κάποιοι εἶχαν γκρεμιστεῖ· πάνω στὸ δρόμο ἦταν ἕνας, μὲ μιὰ ἀγελάδα νὰ στέκεται μπροστά του καὶ νὰ διώχνει μὲ τὴν οὐρά της νωχελικὰ τὶς μύγες. Χελιδόνια φώλιαζαν στὸ κουβούκλιο ἑνὸς φορτηγοῦ καὶ πέταξαν μέσ’ ἀπὸ τ’ ἄδειο πλαίσιο τοῦ παρμπρίζ, καθὼς πλησιάζαμε.
«Θὰ βροῦμε κάποιο χωριό», εἶπα.
Φορούσαμε τὰ μόνα παπούτσια πού ’χαμε στὴν ὑπόγεια πόλη. Οἱ σόλες τους ἦταν λεπτὲς καὶ νιώθαμε στὰ πέλματά μας ὣς καὶ τὰ χαλίκια ἀκόμα. Ὁ ἥλιος μᾶς ἔκαιγε στὸ μέτωπο, τὰ μάγουλα, τὴ μύτη, τὸ σβέρκο. Καὶ δὲν εἴχαμε ἀδιάβροχα, οὔτε κανένα χοντρὸ ροῦχο.
Τὸ μεσημέρι δὲν ἀντέχαμε πιὰ καὶ καθίσαμε στὴ σκιὰ ἑνὸς πλάτανου παραμέσα ἀπὸ τὸ δρόμο. Πιὸ κεῖ ἦταν μιὰ ραγισμένη τσιμεντένια ποτίστρα γιὰ τὰ ζῶα. Στὸν πάτο, κρατοῦσε ἀκόμα λίγο λασπερὸ νερὸ ἀπ’ τὴν τελευταία βροχή. Κάργιες σηκώθηκαν στὸν ἀέρα καὶ σκόρπισαν στὰ γύρω δέντρα ἀλέθοντας μὲ τὰ κρωξίματά τους τὴ λιακάδα, ὅταν πήγαμε ὣς ἐκεῖ γιὰ νὰ ρίξουμε λίγο νερὸ στὸ ξαναμμένο μας πρόσωπο. Βγάλαμε τὰ παπούτσια μας καὶ βάλαμε τὰ φουσκαλιασμένα μας πέλματα στὸ χλιαρὸ νερό, καθισμένες πλάι πλάι στὸ χεῖλος τῆς ποτίστρας. Ἔπειτα γυρίσαμε στὸν ἴσκιο τοῦ δέντρου καὶ φάγαμε ἀπὸ τὸ φαῒ πού ’χαμε στὰ σακίδιά μας.
«Νά δῶ τὰ πόδια σου», εἶπα στὴν Ἰωάννα.
Τά ’βαλε πάνω στὰ γόνατά μου, μὲ τὰ μπατζάκια γυρισμένα πάνω ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο. Ἦταν κατακόκκινα καὶ πρησμένα. Πρόσεξα ὅτι τὸ δεύτερο δάχτυλο καὶ τὸ τρίτο εἶχαν σχεδὸν ἴσο μῆκος. Στὸ δεξί, στὴ βάση τοῦ μεγάλου δαχτύλου εἶχε μιὰ χοντρὴ φουσκάλα, καὶ οἱ ἀστράγαλοί της εἶχαν γρατσουνιστεῖ ἀπὸ τ’ ἀγκάθια ὥσπου νὰ βγοῦμε στὸ δρόμο. Στὰ πέλματα ὑπῆρχαν μελανιὲς ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅπου εἶχε πατήσει μιὰ μεγαλύτερη πέτρα, ποὺ τὴ ζούληξε μέσ’ ἀπὸ τὴ σόλα.
«Στὴ μητέρα μου ἄρεσε νὰ περπατάει ξυπόλυτη», τῆς εἶπα. «Στὶς πλάκες καὶ στὸ τσιμέντο τῆς αὐλῆς δὲν φόραγε ποτὲ παπούτσια. Τὰ πέλματά της ἦταν σκληρὰ καὶ στὰ μεγάλα δάχτυλα εἶχε κάλους σὰν κέρατο. Ὅμως εἶχαν καὶ κάτι παιδικὸ τὰ πόδια της, στὰ νύχια ποὺ ἦταν μικρὰ σὰν πετραδάκια, καὶ στὴν καμάρα».
❈ ❈ ❈
Πλαγιάζαμε ἀγκαλιασμένες πλέον, καὶ μιὰ νύχτα –ἤμασταν στὴν ἔρημη πόλη τότε– μοῦ εἶπε: «Μίλα μου γιὰ τὸν τόπο σου». Τὸ χέρι μου στάθηκε ἀνάμεσα στὰ σκέλια της.
«Αὐτὸς εἶναι ὁ κῆπος τοῦ σπιτιοῦ μου – νά, ἡ δαμασκηνιά, ἡ κούνια, οἱ τοματιές».
Ὕστερα, δυὸ δάχτυλα ἔγιναν κοριτσίστικα πόδια κι ἀνηφόρισαν πρὸς τὸν ἀφαλό της, «Νά τ’ ἁλώνι, ἡ παλιὰ χορταποθήκη», κι ἀπὸ τ’ ἀγνάντι τοῦ στήθους της τὸ κορίτσι εἶδε βουνὰ κι ἄλλα βουνὰ παραπίσω.
«Ἐγὼ δὲν ἔχω πιὰ τόπο», μοῦ εἶπε· «τὸν σκέπασε ἡ θάλασσα· οἱ ἐλιὲς εἶναι σάπια παλιόξυλα στὸν πάτο της, καὶ στὶς ξερολιθιὲς φωλιάζουν ψάρια. Νὰ πᾶμε ὅμως στὸ σπίτι σου, ἅμα θές· νὰ τὸ δεῖς ξανά».
Φοβόμουν, ἀλλὰ εἶπα πὼς ἤθελα.