Της Κατερίνας Κονιδάρη
Όταν ξύπνησα η καρδιά μου ήταν ένα κομμάτι τσιμέντο που έσερνα με αλυσίδα. Έβαλα καφέ και άνοιξα την τηλεόραση. Ήταν μέσα φθινοπώρου και οι παρουσιαστές των εκπομπών είχαν γυρίσει. «Είμαστε εδώ και πάλι μαζί, άλλη μια χρονιά». Μέχρι να πάει έντεκα, είχα πιεί άλλους δυο καφέδες, είχα φάει ένα κρουασάν, είχα ανακαλύψει το τυρί, που έψαχνα στο ψυγείο, σε ένα ντουλάπι, την χτένα μου, που έψαχνα στο μπάνιο, σε ένα συρτάρι του υπνοδωματίου, ενώ μου είχαν πέσει από τα χέρια ένα πιάτο, που έσπασε και μάζεψα, το νεσεσέρ με τα φάρμακα και ένα ψαλίδι. Αυτή η παράδοξη δραστηριοποίηση γύρω από τον άξονά μου δεν κατόρθωσε παρόλα αυτά να ελαφρύνει το βάρος της καρδιάς-τσιμέντου και αποφάσισα να βγω έξω. Δεν είχα κάτι να κάνω.
Αν οι θεραπευτές «διάλεγαν τη ζωή», θα σας είχαν παρατήσει όλους, αλλά, όχι, δεν διαλέγουν τη ζωή, την αρρώστια διαλέγουν, τη βρώμα και την κατάντια, γι αυτό μένουν.
Όπως κάθε μήνα τα τελευταία δέκα χρόνια στη δουλειά, είχα συγκεντρώσει και παραδώσει τα στοιχεία των δράσεών μας. Τo Σεπτέμβριο δόθηκαν 3.231 σύριγγες, επεστράφησαν 1.889, προσεγγίστηκαν από την ομάδα μας στις πιάτσες της Ιάσωνος, του Πανεπιστημίου και του Πεδίου του Άρεως 981 άτομα: Μάκης, 6/7/1958. «Δε βαρέθηκες να πίνεις τόσα χρόνια, ρε Μάκη; Γέρασες». Τιμούρ, 1990. «Δεν ξέρεις ημερομηνία γέννησης;», «Νο», «Οκ». Σάσα Κοκκινομάλλα – κάποιοι μας έδιναν μόνο παρατσούκλια – «Τι θα κάνω με την εγκυμοσύνη;», «Πήγαινε εκεί». Ισμαήλ, 8/1/1990. Σέρνει μαζί του ένα τρίχρονο. Γιάννης, 6/6/1975. Έπεσε πανω μου και άφησε στο παντελόνι μου πύον και εμετό. Σε σύνολο 35 εξορμήσεων δόθηκαν επίσης 244 προφυλακτικά, 50 rapid tests και 673 σάντουιτς. Ιάκωβος, 19/1/1999. «Ήρθα να πάρω σύριγγες», «Πάρε έξι». Εύα, 8/2/1990. Μυρίζει κάτι ανάμεσα σε ψοφίμι και χαλασμένο τυρί, κάποιοι την πηδάνε για 5 ευρώ. Παραιτούμαι, πόσες φορές το είχα πει; Αν οι θεραπευτές «διάλεγαν τη ζωή», θα σας είχαν παρατήσει όλους, αλλά, όχι, δεν διαλέγουν τη ζωή, την αρρώστια διαλέγουν, τη βρώμα και την κατάντια, γι' αυτό μένουν. Μετά πεθαίνετε στα παγκάκια, οι καλλιτέχνες βγάζουν σκοτεινές φωτογραφίες με ποιητικές λεζάντες και οι εφημερίδες κραυγάζουν «πού είναι οι υπηρεσίες».
Είχε ήλιο και φυσούσε. Διάλεγα τους δρόμους ανάλογα με την κατεύθυνση του αέρα, ήθελα να με φυσάει στο πρόσωπο. Πέρασα δίπλα από έναν άστεγο, έστρεψα τα μάτια μου γρήγορα στη βιτρίνα ακριβώς από πάνω του, μετά από άλλον ένα, είχε αρκετά μαγαζιά ο δρόμος, μήπως χρειαζόμουν να αγοράσω κάτι; Έψαξα στο πορτοφόλι μου να δω αν είχα αρκετά χρήματα, άλλα βρήκα μόνο δέκα ευρώ. Τσιγάρα που μου τελείωναν, να, αυτό μπορούσα να πάρω. Πήγα σε ένα περίπτερο, στη γωνία μιας πλατείας. Από τη απέναντι πλευρά είδα μια αδύνατη κοπέλα με πολλά βραχιόλια. Η Μιλένα Παγωτίνι κάπνιζε και περπατούσε γρήγορα προς το μέρος μου. Άπλωσα το χέρι μου για να πληρώσω, αλλά μου έπεσαν τα ψιλά –τι είχα πάθει– έσκυψα να τα μαζέψω, μου έπεσε και το πορτοφόλι. Η Μιλένα είχε πλησιάσει αρκετά και έμεινα έτσι σκυμμένη τα δευτερόλεπτα που χρειάζονταν για να περάσει από μπροστά μου και να μη με δει. Έβλεπα τις γκρι κάλτσες και τα μαύρα μποτάκια της. Όταν προχώρησε μερικά βήματα μακριά σηκώθηκα. Η κοκκαλιάρικη πλάτη της απομακρυνόταν. Ακόμα και το καταχείμωνο ήταν ικανή να φοράει τιραντάκια. Μου ήρθε αναγούλα. Όπως πριν από τρία χρόνια, που είχα πάει σινεμά και έφυγα στη μέση της ταινίας γιατί δεν άντεχα να δω την ιστορία άλλης μια δυστυχισμένης εξαρτημένης πόρνης. Τότε δεν είχα δώσει πολύ σημασία, αλλά κάπου εκεί άρχισε.
Στους απολογισμούς έργου έλεγα ότι αυξήσαμε τις παρεμβάσεις μας σε περισσότερες γειτονιές, συνεργαζόμαστε με το ΕΚΑΒ και προσπαθούμε να αναπτύξουμε σχέσεις εμπιστοσύνης με την αστυνομία, δώσαμε 3.777 σύριγγες, αριθμό ρεκόρ για τον αριθμό των μελών του προσωπικού.
Τα πρώτα χρόνια έδινα το χέρι, έλεγα «Τι κανείς ρε Νικό, έμπλεξες;», χτυπούσα πλάτες, αστειευόμουν και κινητοποιούσα, ω, κινητοποιούσα, είσαι στο δρόμο, έχεις καρκίνο, aids, αλλά «είναι πολύ σημαντικό που ήρθες άλλη μια μέρα εδώ σε εμάς, μπράβο», «μπορείς να έρχεσαι να κάνεις μπάνιο, να τρως». Στους απολογισμούς έργου έλεγα ότι αυξήσαμε τις παρεμβάσεις μας σε περισσότερες γειτονιές, συνεργαζόμαστε με το ΕΚΑΒ και προσπαθούμε να αναπτύξουμε σχέσεις εμπιστοσύνης με την αστυνομία, δώσαμε 3.777 σύριγγες, αριθμό ρεκόρ για τον αριθμό των μελών του προσωπικού. Μετά μια συνάδελφος κόλλησε φυματίωση, έπαιρνε μια βαριά αγωγή και ήταν σε άδεια, ένας άλλος έφυγε γιατί βρήκε δουλειά στο εξωτερικό, αλλά είχαμε εν τω μεταξύ φτάσει τις 4.000 σύριγγες, η μονάδα άξιζε να επιβραβευθεί για το έργο της. Όσο εμείς λιγοστεύαμε, τόσο έρχονταν αριθμοί, σε έναν είπα, πώς τον έλεγαν, είχα αρχίσει να ξεχνάω ονόματα, «θα ακρωτηριαστείς αν συνεχίσεις έτσι». Ξαναήρθε μετά από λίγο καιρό με ένα πόδι λιγότερο. «Πρόσεξε, είναι πολύ άσχημα τα πράγματα». Δεν περασε μισός χρόνος και ήταν πια στα πλην δυο πόδια. Θα συνεχίσει να πίνει ακόμα και αν του μείνει μόνο μια μύτη. Τη μισή θα την έχει για να αναπνέει, την άλλη μισή για να σνιφάρει. Τι εννοείς, περικοπή μισθού; Και καμία επιβράβευση για τον αριθμό 4.000; Ένας τόσο μεγάλος αριθμός. Τι κάνω εγώ εδώ, σε έναν τέτοιο αριθμό; Έρχεσαι στο στέκι με την πληγή μουχλιασμένη, σε λίγο είναι κάπως καλύτερα, την απολυμάναμε, βάλαμε επίδεσμο, τι σημασία έχει, υπάρχουν μερικά ζαμπόν στο ψυγείο, ουπς, μετά από λίγο έχουν εξαφανιστεί. «Δεν τα έκλεψα εγώ, όχι, γιατί το λες αυτό, δεν θα το έκανα ποτέ», «Ναι, οκ». «Όχι αν νομίζεις ότι το έκανα, φεύγω φεύγω», «Στο καλό». «Εντάξει, με διώχνετε, αυτή είναι η βοήθεια, φεύγω». Και ο προϊστάμενος που είχα κάποτε στην πιάτσα ήταν, μετά απεξαρτήθηκε, τώρα φορούσε μασέλα, έγινε θεραπευτής, ήταν καλός, ήθελε πολύ να σπουδάσει και να γνωρίσει τι είναι οι αμυντικοί μηχανισμοί και η απώθηση, την έγραφε όμως συνέχεια με όμικρον, ήταν καλός, δε χρειαζόταν να μάθει τι είναι η απώθηση, τι να την κάνει, έπρεπε να αφήσει την απώθηση στο ράφι της βιβλιοθήκης, δεν ήταν κλέφτης πια. Τα τρία τελευταία χρόνια βέβαια είχα μια επαγγελματία ψυχολόγο, αλλά ήθελε τόσο πολύ να έχει υπάρξει πρεζάκι που έβγαλε τα δόντια της και έβαλε μασέλα και έκανε τις τρεις τελείες τατουάζ στο χέρι, ναι, για να μοιάσει ψημένη στην πιάτσα και έλεγε ότι σε αυτή τη δουλειά η ανταπόδοση δεν είναι στα χρήματα, είναι στην προσωπική εξέλιξη.
Η Μιλένα Παγωτίνι εξαφανίστηκε στην πολυκοσμία. Αγόρασα τα τσιγάρα μου και κοίταξα γύρω μου μήπως αναγνώριζα και κάποιον άλλον. Δεν υπήρχε κανείς, μονό ο κόσμος, που λέμε «κάνει τις δουλειές του». Άφησα κατά μέρος το που φυσάει ο αέρας και τα ψώνια που δεν μπορούσα να κάνω και πήγα προς το τραμ να βγω έξω από την Αθήνα. Το έκανα, παραιτήθηκα πριν μια εβδομάδα και το ξαναείπα: σε εγκαταλείπω Μιλένα, σε σιχάθηκα. Το κάνω. «Διαλέγω τη ζωή». Και θα μου λείψεις –είμαι άρρωστη φαίνεται, αλλά τα σαββατοκύριακα ξέρω πια τι να κάνω, ψωνίζω και βγαίνω για φαγητό, «αν θέλω να την ακούσω, βάζω δυνατά τη μουσική»– στο αυτοκίνητο – «εθίζομαι στη ζωή». «Το όνειρο είναι πιο δυνατό από τον εφιάλτη». Κάνω καθαρισμούς προσώπου και μασάζ. «Ένα ταξίδι με νέες γραμμές», αυτό μου άρεσε πάντα πιο πολύ από όλα, διαβάζω περιοδικά και συνταγές επιτυχίας, «δεν μένω αμέτοχη στη ζωή», γίνονται πολλές εκδηλώσεις το φθινόπωρο στην Αθήνα. «Κάνω υγιείς επιλογές», τρώω τρία γεύματα και πηγαίνω γυμναστήριο, «δίνω αξία στον εαυτό μου», φυσικά, πάω διακοπές και σώζω μόνο το τομάρι μου.
Κατερίνα Κονιδάρη
* Ο τίτλος είναι πό το βιβλίο Trainspotting, του Irvine Welsh, εκδόσεις Οξύ.
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.