Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Νικήτας Μ. Παπακώστας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η πέτρα
Στην αρχή ήταν κρυμμένη μέσα στη γη. Οι σεισμοί, οι καταποντισμοί και ο χρόνος την ανύψωσαν. Την έσπασαν στις άκρες. Αλλά όχι την ψυχή της που 'ρθε στο φως να εκτεθεί. Ήταν μια πέτρα συμπαγής. Τραχιά. Αψιά. Με γωνίες κοφτερές που γυάλιζαν στον ήλιο. Οι σκιές την έκαναν άλλοτε νά 'χει μάτια ανοιχτά. Άλλοτε στόμα γεμάτο πείσμα. Στεκόταν εκεί σκυθρωπή και περίμενε το πεπρωμένο της. Τη στιγμή της κίνησης. Της δράσης που της ήταν γραφτό.
Από κάτω της τα χαλίκια τη στήριζαν. Παιδιά της ήταν και την κρατούσαν.
Απο 'κει ψηλά έβλεπε την πλαγιά κάτω και τα 'νιωθε όλα γύρω δικά της.
Έριξε ξύλα στη φωτιά και ξάπλωσε κατάχαμα στο παλιό σάισμα. Έχωσε το κεφάλι του σ' ένα σάπιο μαξιλάρι. Από πάνω του έριξε την κάπα του. Παρά την κούρασή του, πάλι δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Άρχισε να μετρά τα δάχτυλά του για να μη σκέφτεται. Δέκα φορές μέτρησε δέκα.
Εκεί, στη ράχη του βουνού, χειμώνα είχε. Αληθινό φαρμάκι. Ο Γιώργης, όμως, έννοια δεν είχε. Άντεχε. Το στήθος του από μέσα έκαιγε. Κοίταζε μόνο τα βουνά κι έλεγε στον εαυτό του: «Ναι, αυτό είναι ζωή».
Δεν είχε χορτάσει ύπνο τη νύχτα που πέρασε. Κάτω απ' τον ανοιχτό ουρανό ένιωθε τόσο λεύτερος, που το μυαλό του δε μαζευόταν. Μέτραγε τους κόπους του. Τους ανθρώπους του. Τα καλά του κόσμου. Όλα στα δάχτυλα. Έπιασε και τ' αστέρια να μετρά κι εκεί άκρη δε βρήκε. Στο τέλος όλα ενώθηκαν σε μια πελώρια εστία, φωτεινή. Ο ήλιος ήταν και ξημέρωνε.
Σηκώθηκε. Πότισε τα ζωντανά του στο πηγάδι. Μετά τ' άφησε να βοσκάνε. Τέλεψε νωρίς τις δουλειές. Άναψε φωτιά να ζεστάνει λίγο απ' το γάλα που 'χε αρμέξει. Του άρεσε η πέτσα πάνω πάνω. Ήπιε. Βούτηξε και λίγο ξερό ψωμί. Βάλσαμο του φάνηκε. Χόρτασε. Ο αέρας στα έλατα σφύριζε κι έφτανε στ' αυτιά του κρύος. Ρίγησε προς στιγμή.
«Δε βαριέσαι» μονολόγησε. «Τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν». Ένιωθε βαριά τα βλέφαρά του.
Έριξε ξύλα στη φωτιά και ξάπλωσε κατάχαμα στο παλιό σάισμα. Έχωσε το κεφάλι του σ' ένα σάπιο μαξιλάρι. Από πάνω του έριξε την κάπα του.
Παρά την κούρασή του, πάλι δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Άρχισε να μετρά τα δάχτυλά του για να μη σκέφτεται. Δέκα φορές μέτρησε δέκα.
Ο αέρας ψηλά στέγνωσε το μάτι του φιδαετού. Το πουλί έκανε ένα πέρασμα πάνω από τους καπνούς της φωτιάς, που έβγαιναν απ' το μαντρί. Έκανε κύκλους. Μπήκε σε ρεύματα ανυψωτικά. Έψαχνε να βρει κάτι για να φάει. Του τράβηξε το βλέμμα η πέτρα στην πλαγιά που γυάλιζε. Με τα γαμψά του νύχια πήγε και πιάστηκε απο 'κει. Κάθισε. Πιο ελαφρύ κι από ανάσα ήταν, αλλά με βάρος αρκετό και τα χαλίκια δεν το βάσταξαν. Πέταξε πίσω στον ουρανό του.
Η πέτρα γλίστρησε στη γυμνή πλαγιά. Μάζεψε φόρα στον κατήφορο. Η ψυχή της πετάχτηκε στην άκρη. Είχε χαρά. Ήρθε η ώρα που περίμενε η άγρια καρδιά της. Κυλούσε και χτυπούσε στο έδαφος, αναπηδούσε κι έκανε κύκλους στον αέρα κι έπεφτε ξανά και ξανά απ' την αρχή. Χτυπούσε σ' όλες της τις πλευρές. Δεν πονούσε όμως. Δε διαλυόταν. Άντεχε.
Ο Γιώργης σηκώθηκε νυσταγμένος, ήταν βασανιστήριο αυτό να μη μπορεί να κοιμηθεί μια στάλα. Βαρέθηκε να μετρά. Δέκα δάχτυλα είχε το κακό. Δέκα στιγμές. Μα μια στιγμή αρκούσε η πέτρα να περάσει απο 'κεί που ήταν οι σκέψεις του ακουμπισμένες πριν, από το μαξιλάρι επάνω. Το χάραξε και συνέχισε και χτύπησε απέναντι στη μάντρα. Γκρέμισε μερικές άλλες ετοιμόρροπες που πέσαν πάνω της και την πλάκωσαν.
Αν δεν είχε σηκώσει το κεφάλι του η μοίρα του θα 'χε γραφτεί. Άγιο είχε, σκέφτηκε. Έκανε τον σταυρό του. Αν είχε αποκοιμηθεί πριν από λίγο, τώρα θα κοιμόταν για πάντα. «Ας γλιτώνει και κανείς τον θάνατο» είπε και σηκώθηκε να μαζέψει τα πράματα που τ' άκουσε έξω να σκορπάνε.
Η πέτρα εκεί που χώθηκε έμεινε λυπημένη, δεν πήρε το κεφάλι του, του πήρε το μυαλό του.
* Ο ΝΙΚΗΤΑΣ Μ. ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ είναι συγγραφέας.
Πρόσφατα μας συστήθηκε με το πρώτο βιβλίο του, τη νουβέλα «Καληνύχτα καλούδια μου» (εκδ. Δώμα).