Για την παράσταση Θεία Κωμωδία, του Δάντη, σε σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη, η οποία παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Του Νίκου Ξένιου
Η Θεία Κωμωδία της ομάδας Vasistas σε σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση ήταν μια σκηνική αφήγηση ενός σύνθετου κειμένου που περιλάμβανε επιλεγμένα αποσπάσματα από την «Κόλαση», το «Καθαρτήριο» και τον «Παράδεισο», ένα αναλόγιο/οδοιπορικό της φαντασίας στον άλλο κόσμο που επιχειρεί να φέρει στα μέτρα της εποχής μας το εμβληματικό έργο της όψιμης μεσαιωνικής γραμματείας, συνδυάζοντάς το με σύγχρονη ποίηση. Στην παράσταση τηρήθηκε ο αλληγορικός, πολύσημος και αυτοβιογραφικός χαρακτήρας της Θείας Κωμωδίας, που συνοψίζει τις κοσμολογικές και ηθικές αντιλήψεις της εποχής του Dante Alighieri (τέλη 13ου με αρχές 14ου αιώνα).
Θεία Κωμωδία=Θεία Λειτουργία
Προϊόν ακατάσχετης λαγνείας προς τον Λόγο και αχαλίνωτης ποιητικής φαντασίας, η μνημειώδης αυτή ποιητική σύνθεση βάζει τον ποιητή, στη διάρκεια της ονειρικής κατάδυσής του, να συναντά τη χαμένη του Βεατρίκη, που θα τον οδηγήσει σε ένα υπαρξιακό ταξίδι μέχρι το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο, που συνολικά θα διαρκέσει για επτά γήινες ημέρες.
Ο Δάντης τελείωσε το μνημειώδες έργο του σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, και συγκεκριμένα τη Μεγάλη Παρασκευή του 1300. Κάθε μέρος της τριλογίας αποτελούταν από 33 ωδές (canti). Ο Βιργίλιος, αφού διασχίσει τον ποταμό Αχέροντα, ξεναγεί τον ποιητή/αφηγητή διαδοχικά μέσα από τους εννέα κύκλους αμαρτιών, που στην παράσταση αποδίδονται επιλεκτικά: παραλείπονται τα αβάπτιστα μωρά και οι ενάρετοι ειδωλολάτρες του πρώτου κύκλου, οι φιλήδονοι στη δίνη της ανεμοθύελλας του δεύτερου, οι λαίμαργοι που σπαράσσονται από τον Κέρβερο στο έκτο άσμα του τρίτου κύκλου, οι άπληστοι με το σισύφειο μετακυλιόμενο μαρτύριό τους στον τέταρτο, τα τενάγη των μνησίκακων του πέμπτου κύκλου και οι πύρινοι τάφοι των αιρετικών του έκτου κύκλου. Προϊόν ακατάσχετης λαγνείας προς τον Λόγο και αχαλίνωτης ποιητικής φαντασίας, η μνημειώδης αυτή ποιητική σύνθεση βάζει τον ποιητή, στη διάρκεια της ονειρικής κατάδυσής του, να συναντά τη χαμένη του Βεατρίκη, που θα τον οδηγήσει σε ένα υπαρξιακό ταξίδι μέχρι το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο, που συνολικά θα διαρκέσει για επτά γήινες ημέρες.
Διατηρείται η τιμωρία των ανθρώπων που υπήρξαν βίαιοι απέναντι στον εαυτό τους, και που είναι μεταμορφωμένοι σε δέντρα ή καταδιώκονται από άγρια σκυλιά. Οι βίαιοι απέναντι στον Θεό και τη φύση, είναι απομονωμένοι σε μια έρημο φλεγόμενης άμμου όπου μαίνεται πύρινη βροχή. Επιλεκτικά παρουσιάζεται και ο όγδοος κύκλος της Κολάσεως, όπου τιμωρούνται οι αποπλανητές (μαστιγούμενοι ακατάπαυστα), οι κόλακες (βουτηγμένοι σε ακαθαρσίες), οι σιμωνιακοί (κρεμασμένοι ανάποδα μέσα σε λάκκους και με φωτιές στα πόδια), οι μάγοι ή ψευδοπροφήτες (με τα κεφάλια τους τοποθετημένα ανάποδα ώστε να βλέπουν μόνο το πίσω μέρος τους), οι διεφθαρμένοι πολιτικοί (εγκλωβισμένοι σε κοχλάζουσα πίσσα), οι υποκριτές (κουκουλωμένοι με κάπες από μόλυβδο), οι κλέφτες (κυνηγημένοι από φίδια), οι συνειδητά κακοί σύμβουλοι (εγκλωβισμένοι σε φλόγες), οι αιρετικοί (σπαρασσόμενοι από δαιμόνια) και οι κιβδηλοποιοί. Μπροστά στο υψηλότερο βουνό του Καθαρτηρίου εκφωνούντται τα πρώτα εννέα Άσματα για τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Στο Καθαρτήριο οι περιηγητές συναντούν τους μετανοούντες, κατά κύκλους, ενώ στις εννέα ομόκεντρες σφαίρες (ουρανούς) του Παραδείσου γνωρίζουν τις ανθρώπινες ψυχές που σώθηκαν. Οι ψυχές αρνούνται να δώσουν το όνομά τους.
Κινησιολογία κυκλική, μίνιμαλ αισθητική και φως
Η δραματουργική διασκευή ενός τέτοιου τιτάνειου έργου που δεν θέλει να κατηγορηθεί για αλαζονεία και κακογουστιά από μόνη της επιβάλλει τον μινιμαλισμό ως ύφος: με άλλα λόγια, πως η μινιμαλιστική, αφαιρετική προσέγγιση δεν συνιστά επιλογή, παρά είναι η μοναδική πιθανή επιλογή.
Η κυκλική κίνηση των ερμηνευτών με τα πατίνια στην Κόλαση δεν ήταν παρά μια αριστερόστροφη περιδίνηση, που «σχεδίαζε» την αίσθηση του κώνου στον χώρο. Ομόκεντροι στροβιλισμοί οδηγούσαν στο αφηγηματικό κέντρο εκφοράς του λόγου, που τον όριζε ένας φωτεινός κύκλος γύρω από τους μουσικούς. Η μουσική και ο λόγος, τύπου ορατορίου, συνοδεύονταν από μιαν υποτυπώδη χορογραφία που παρέπεμπε στην καταβύθιση, στην περιπλάνηση, στο μαρτύριο, αλλά και στη λύτρωση. Η εντύπωση που έδινε ο φωτισμός ήταν εντυπωσιακή: ακτίνες ήλιου έσχιζαν τα σύννεφα, ενώ το τεράστιο μετέωρο από απτή χάρτινη και υφασμάτινη κατασκευή ενέτεινε τη μινιμαλιστική αίσθηση, μετατρεπόμενο, κατά περίπτωσιν, σε ουρανό, λόφο, καράβι και παραπέτασμα. Το σκηνικό (της Εύας Μανιδάκη) παρέμεινε λιτό και ο «ουρανός» αξιοποιήθηκε με την κάθοδο του πλέγματος από υφάσματα που πλαισίωνε τις μορφές των αφηγητών, ως υπόνοια νεκροταφείου ή ξέφωτου (Καθαρτήριο). Ας επισημάνουμε, σε αυτό το σημείο, πως η δραματουργική διασκευή ενός τέτοιου τιτάνειου έργου που δεν θέλει να κατηγορηθεί για αλαζονεία και κακογουστιά από μόνη της επιβάλλει τον μινιμαλισμό ως ύφος: με άλλα λόγια, πως η μινιμαλιστική, αφαιρετική προσέγγιση δεν συνιστά επιλογή, παρά είναι η μοναδική πιθανή επιλογή.
Ο Ευθύμης Θέου και ο Φιντέλ Ταλαμπούκας υπηρετούν γραμμικά το όραμα της σκηνοθέτιδος, σε μια μονόχορδη, σκόπιμα τελετουργική και χωρίς διακυμάνσεις εκφορά του λόγου, υπό την καθοδήγηση του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Το φως και η σχέση (απεύθυνση) των ηθοποιών προς αυτό ήταν, βεβαίως, το κυρίαρχο στοιχείο μετάβασης στο τέλος, στην κάθαρση που επιφύλασσε η παράσταση. «... Φως αιώνιο, που μοναχό σου υπάρχεις, στην ύπαρξή σου αναπαύεσαι, κι από το ίδιο σου το νόημα παίρνεις χαρά κι αγάπη»: με αυτήν τη φράση και την επίκληση στο φως κλείνει, εν είδει χορικού, η δραματουργική αναπαράσταση του επικού ποιήματος, που διατηρεί τις εξάρσεις του καθολικού δόγματος και της λατρείας της Παρθένου σε δυσανάλογο βαθμό, προσιδιάζοντας, έτσι, σε μιαν εκδοχή Θείας Λειτουργίας. Η άνοδος των αφηγητών/περιηγητών Δάντη και Βιργίλου στο φως γίνεται και πάλι με μουσική αφήγηση και ισότονη εκφορά της μονωδίας. Τη μουσική του Ράιχ στην Κόλαση ακολουθεί εκείνη του Φίλιπ Γκλας στο Καθαρτήριο και στον Παράδεισο, συμβάλλοντας στο τελετουργικό και χορικό ύφος που επιδίωξε η σκηνοθεσία της Αργυρώς Χιώτη. Πρόχειρος συνειρμός είναι το Φονικό στην Εκκλησιά του Έλιοτ.
Μουσική και ποίηση
Το τελεστικό ύφος, καθώς και η τήρηση της χορικότητας και μουσικότητας ήταν ουσιαστικά στοιχεία της μυητικής αυτής τελετής, που έδειχνε να αποποιείται την απλή αναπαράσταση, φλερτάροντας με τα γνωρίσματα ενός νέου, πολυσύνθετου είδους, που περιλάμβανε ακόμη και τον χορό.
Το «ηχητικό τοπίο» του Γιαν Βαν ντε Ένγκελ μοιάζει το πιο ενδιαφέρον για τους μουσικολόγους, που είναι και πιο ειδικοί. Εγώ, ως μέσος θεατής, διέκρινα μεγάλο ποσοστό μουσικού αυτοσχεδιασμού και γι’ αυτό ενθουσιάστηκα. Πιθανόν αυτό το γνώρισμα της περφόρμανς (ο αυτοσχεδιασμός) να ήταν πολύ πιο περιορισμένο απ’ όσο αντιλήφθηκα, σε οιανδήποτε περίπτωση όμως η κορύφωση ερχόταν με την απαγγελία των αιρετικών, σχεδόν υβριστικών αποσπασμάτων από τον Έζρα Πάουντ: αυτό το σημείο επικαιροποιούσε την προβληματική της παράστασης και την καθιστούσε άκρως ενδιαφέρουσα. Κατάφωρη επίθεση στους φορείς του σύγχρονου τραπεζοπιστωτικού συστήματος εκμετάλλευσης του συνανθρώπου, που κατά τη γνώμη μου έδεσε ωραιότατα με τις καταγγελτικές προθέσεις του Δάντη, στα τέλη του Μεσαίωνα. Τα Cantos XIV και XV του Έζρα Πάουντ (σε μετάφραση Γιώργου Βάρσου) προέκυψαν από τη μελέτη των λογοτεχνικών αναφορών του στον Δάντη. Ο Ευθύμης Θέου (αφηγητής) εκφώνησε την ποιητική νεκρολογία που ο Μάστερς έγραψε υπό μορφή επιτυμβίων για τους αποδημήσαντες ενός ολόκληρου χωριού (Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ σε μετάφραση Σπύρου Αποστόλου και σε διασκευή Νίκου Παναγιωτόπουλου).
Το τελεστικό ύφος, καθώς και η τήρηση της χορικότητας και μουσικότητας ήταν ουσιαστικά στοιχεία της μυητικής αυτής τελετής, που έδειχνε να αποποιείται την απλή αναπαράσταση, φλερτάροντας με τα γνωρίσματα ενός νέου, πολυσύνθετου είδους, που περιλάμβανε ακόμη και τον χορό. Η κινησιολογία μού φάνηκε αδιάφορη, παρά το γεγονός ότι η περιφορά με τα skates επιτύγχανε το εφιαλτικό, βασανιστικό εφέ στο οποίο απέβλεπε. Η οραματική Θεία Κωμωδία του Δάντη Αλιγκιέρι είναι, εκτός των άλλων, και δριμύ κατηγορώ, ερεβώδης αιτίαση για τους πολιτικούς ιθύνοντες της εποχής του: η δραματουργική επεξεργασία του Νίκου Παναγιωτόπουλου και των Vasistas επιχειρεί να ανασυστήσει τον δραστικό αυτόν λόγο της πρώιμης Αναγέννησης και να αναδείξει τα λυρικά του στοιχεία, εξίσου με τον ζοφερό του χαρακτήρα και τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία.
Πρωτότυπος θεατρικός πειραματισμός
Η ομάδα VASISTAS ιδρύθηκε το 2005, απαρτίζεται από καλλιτέχνες διαφόρων εθνικοτήτων και δραστηριοποιείται μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, με κέντρα τους την Αθήνα και τη Μασσαλία. Για την παράστασή τους, Spectacle, έλαβαν την Τιμητική Διάκριση Νέων Δημιουργών 2011 από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Χορού. Από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας, η ηθοποιός Ariane Labed απέσπασε το βραβείο Coppa Volpi καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο 67ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας για την ταινία Attenberg της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη (2010), ενώ η σκηνοθέτρια και ηθοποιός Αργυρώ Χιώτη τιμήθηκε το 2013 με το Βραβείο «Ελευθερία Σαπουντζή» για το σκηνοθετικό και καλλιτεχνικό της έργο. Η πιο πρόσφατη παράσταση της ομάδας VASISTAS σε σκηνοθεσία της Αργυρώς Χιώτη ήταν το έργο ΑΠΟΛΟΓΙΕΣ 4 & 5 του Ευθύμη Φιλίππου, στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2016. Πριν από ένα χρόνο η ομάδα (Αργυρώ Χιώτη, Αριάν Λαμπέντ, Naima Carbajal, Ευθύμης Θέου, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη, Ελένη Βεργέτη, Αντώνης Αντωνόπουλος και Ευδοξία Ανδρουλιδάκη) ξεκίνησε τη μελέτη της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Η έρευνα περιλάμβανε συλλογικές αναγνώσεις με τον ποιητή και μεταφραστή Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο, που υπογράφει τη δραματουργία της παράστασης ως γνώστης του Δάντη, των μελετητών και αναλυτών του. Στο τέλος του 2016 είχαν έτοιμη μια πρόταση, βασισμένη στο εμβληματικό επταήμερο ταξίδι του Δάντη Αλιγκιέρι στον άλλο κόσμο.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.