Για την παράσταση «Φυλές» της Νίνα Ρέιν, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Σταθμός.
Του Νίκου Ξένιου
Στο θέατρο Σταθμός είδαμε το πολυβραβευμένο έργο της Νίνα Ρέιν Φυλές. Η Νίνα Ρέιν μιλά αλληγορικά για την απουσία ενσυναίσθησης και για τα όρια της λεκτικής επικοινωνίας. Μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας χωρίς τις λέξεις; Από ποιο σημείο και μετά αναλαμβάνει η σιωπή; Πόσα περιθώρια έκφρασης μπορεί να έχει η νοηματική;
Ο Μάνος Καρατζογιάννης ολοκληρώνει τον χαρακτήρα που υποδύεται με μια βαθύτατη προσωπική έρευνα και τη γνωστή του ερμηνευτική ευαισθησία. Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης σε μια δυναμική ερμηνεία που εκπλήσσει με τη σαρκικότητα και ακρίβειά της. Ο Μανώλης Μαυροματάκης και η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη δίνουν δύο πραγματικά ρεσιτάλ ηθοποιίας, ενώ η Βασιλική Τρουφάκου εκπλήσσει με τον τύπο υποκριτικής που προτείνει. Η Ελένη Μολέσκη πολύ πειστική.
Έμπειρος δάσκαλος της υποκριτικής, με ολοκληρωμένη άποψη για τη σκηνική σύμβαση και για τον καθοριστικό ρόλο του ηθοποιού στην παράσταση, ο Τάκης Τζαμαργιάς ανατέμνει τις ανθρώπινες σχέσεις για μιαν ακόμη φορά, πατώντας στο όχημα του τόσο καλού αυτού έργου. Ο Μάνος Καρατζογιάννης ολοκληρώνει τον χαρακτήρα που υποδύεται με μια βαθύτατη προσωπική έρευνα και τη γνωστή του ερμηνευτική ευαισθησία. Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης σε μια δυναμική ερμηνεία που εκπλήσσει με τη σαρκικότητα και ακρίβειά της. Ο Μανώλης Μαυροματάκης και η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη δίνουν δύο πραγματικά ρεσιτάλ ηθοποιίας, ενώ η Βασιλική Τρουφάκου εκπλήσσει με τον τύπο υποκριτικής που προτείνει. Η Ελένη Μολέσκη πολύ πειστική. Με το σύνολο των ερμηνειών που αποσπά, ο άξιος σκηνοθέτης επιχειρεί –είναι προφανές– και ένα εμβριθές σχόλιο πάνω στην επικοινωνία των ηθοποιών μεταξύ τους, επί σκηνής: δηλαδή επιτυγχάνει μια μεταθεατρική ανάγνωση του αξιολογώτατου, πολύσημου αυτού έργου.
Ρεαλισμός και έρευνα του μηχανισμού αυτοπαγίδευσης
Πρώτη «φυλή» όπου κάποιος καλείται να ανήκει: η πενταμελής οικογένεια των ημερών μας, με το υψηλό μορφωτικό επίπεδο και με το πρόβλημα επαγγελματικής απασχόλησης των τέκνων της, που επιστρέφουν στο οικογενειακό λίκνο με προσδοκίες προσαρμογής. Ο νεαρός Μπιλ (ο Μάνος Καρατζογιάννης προσδίδει την προσωπική του σφραγίδα άκρας ευαισθησίας στον ρόλο) είναι εκ γενετής κωφός. Ζει στην απόλυτη σιωπή, προσπαθώντας να διαβάσει τα χείλια των άλλων, που φέρουν τα εύσημα των ακουόντων. Ζει περικυκλούμενος από τις έντονες φωνές των μελών της οικογένείας του, που όμως δεν μπορεί να τις ακούσει. Ο αδελφός του Νταν (ο Δημήτρης Κουρούμπαλης σε μια πολύ καλή στιγμή της καριέρας του) προσπαθεί να κάνει τη διατριβή του και η αδελφή του Ρουθ (Ελένη Μολέσκη) πασχίζει να χτίσει καριέρα λυρικής τραγουδίστριας, στους κόλπους μιας θορυβώδους μικροαστικής οικογένειας που διατηρεί αναλλοίωτες τις βερμπαλιστικές, καρτεσιανές νόρμες της: «χωρίς λέξεις δεν μπορούν να εκφραστούν τα συναισθήματα».
Οι γονείς θέλουν να αποτυπώσουν στα παιδιά τους τα δικά τους γνωρίσματα, διαιωνίζοντας το πρόβλημα. Ο πατέρας (ο Μανώλης Μαυροματάκης είναι γήινος και απόλυτα οικείος, ευθύβολος και αξιοθαύμαστα ώριμος στην ερμηνεία του) εμφανίζεται, με οξύ κριτικό πνεύμα και έντονη, απαξιωτική ειρωνεία, να οργανώνει την απόλυτη ένταξη του Μπιλ στον κόσμο των ακουόντων και σ’ αυτό το εγχείρημα συνηγορεί και η τρυφερή και κάπως αφελής μητέρα (Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη), που ξοδεύεται σε μια σειρά κενών φωνημάτων, στερημένων από πρακτική χρησιμότητα για έναν κωφό. Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη προσθέτει το δικό της, τόσο ξεχωριστό «άγγιγμα» ποιότητας στην εσωτερική της ερμηνεία αυτής της μάνας, που είναι ταυτόχρονα δυσλειτουργική και τρυφερή, επιχειρεί και ταυτόχρονα ανακόπτει την επικοινωνία, πασχίζει να γεφυρώσει και την ίδια στιγμή κόβει το νήμα της αγάπης, είναι μέσα κι έξω από την πραγματικότητα: δύσκολος ρόλος, που ακροβατεί μεταξύ της ενσυναίσθησης και της επιτέλεσης ενός καταστροφικού έργου.
Μια άλλη μορφή κώφευσης, μια άλλη μορφή ένταξης
Ο γραπτός σχολιασμός σε σιωπηρή οθόνη, μαζί με την προβολή μελών του ανθρώπινου κορμιού που διακριτικό τους γνώρισμα είναι η ευαισθησία, καθώς και η «εσωτερική φωνή» που προβάλλεται σε βίντεο, συνθέτουν μιαν ευφυή σκηνοθετική παρέμβαση που υπερτονίζει τη δυστοκία της επικοινωνίας και, κατά σημεία, τον εσωτερικό μονόλογο και την κατάδυση στον ψυχισμό των ηρώων, προσδίδοντας μια διάσταση κόμικ και έντονο χιούμορ σε κάποιες σκηνές και υπογραμμίζοντας την τραγικότητα κάποιων άλλων.
Δεύτερη «φυλή», λοιπόν, ευρύτερη αυτή: ο κόσμος των ακουόντων. Αναδιφώντας στους κώδικες επικοινωνίας της βρετανικής αυτής οικογένειας φαίνεται πως ο Τάκης Τζαμαργιάς έχει προβεί σε σοβαρή ανάγνωση του έργου: γιατί και οι ηθοποιοί του επιχειρούν αυτήν την ανάγνωση επί σκηνής. Η γέφυρα ανάμεσα στη διαφορετική αντίληψη του κόσμου και του αξιακού συστήματος μεταξύ των ακουόντων και των κωφών φαίνεται να είναι αποκλειστικά η προσπάθεια «να μπεις στα παπούτσια του άλλου». Και, με την εμφάνιση του έρωτα στη ζωή του, ο Μπιλ του έργου απαιτεί από την οικογένειά του να άρει τις δικές της βεβαιότητες και να μπει στον κόπο του, να μπει στην εκμάθηση της νοηματικής. Οι χαρακτήρες του έργου αναζητούν την «ιδιαίτερη φωνή» τους, είτε ως συγγραφείς, είτε ως καλλιτέχνες, είτε ως ακαδημαϊκοί, όμως αδυνατούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Τηρουμένων των αναλογιών, οι academics, οι «ορθόδοξοι» Εβραίοι, οι κωφοί, όλοι επιλέγουν τον αποκλεισμό: οι εσωτερικοί κανόνες ιεράρχησης των αξιών, τα «κλειστά» αστεία, όλα συνιστούν το αναπηρικό όχημα που τους διευκολύνει, παγιδεύοντάς τους ταυτόχρονα, να συνεχίσουν να «υπάρχουν» μέσα στον μηχανισμό της μικροκοινότητάς τους και να αποκτήσουν αυτοεκτίμηση, υιοθετώντας τη διαφορετική «γραμματική» της νοηματικής και αποθεώνοντάς την.
Και, στη διασταύρωση των μη επικοινωνήσιμων αυτών μερών, συμβαίνει μια κοσμογονία στο έργο αυτό, που κυριολεκτικά προκαλεί ρίγος: η αλλοίωση της ομιλίας και η έναρξη της «εσωτερικής φωνής» του Νταν, το πιο μυστηριώδες και πολλαπλά ερμηνεύσιμο μέρος του έργου, αυτό που οδηγεί στην αμοιβαία αντιμεταχώρηση των κοινωνικών ρόλων, στην αλληλοπεριχώρηση της έκτασης του ψυχισμού, στην ανατροπή της τάξης των πραγμάτων και στην εκτόξευση, προς το κοινό της πλατείας, του ζητήματος της ανταλλαγής ρόλων.
Όλα τα επίπεδα διαστρωμάτωσης και ποικιλίας στη γλωσσική επικοινωνία επιστρατεύονται στην παράσταση του κύριου Τζαμαργιά. Ο γραπτός σχολιασμός σε σιωπηρή οθόνη, μαζί με την προβολή μελών του ανθρώπινου κορμιού που διακριτικό τους γνώρισμα είναι η ευαισθησία (αυτιά, μάτια, χείλη, ρώγες στήθους), καθώς και η «εσωτερική φωνή» που προβάλλεται σε βίντεο (Δήμητρα Τρούσα), συνθέτουν μιαν ευφυή σκηνοθετική παρέμβαση που υπερτονίζει τη δυστοκία της επικοινωνίας και, κατά σημεία, τον εσωτερικό μονόλογο και την κατάδυση στον ψυχισμό των ηρώων, προσδίδοντας μια διάσταση κόμικ και έντονο χιούμορ σε κάποιες σκηνές και υπογραμμίζοντας την τραγικότητα κάποιων άλλων.
Σ’αγαπώ, μ’αγαπάς... ως ποιον βαθμό;
Η Σύλβια έχει ραγδαία επιδεινούμενη απώλεια της ακοής, έχει όμως μεγαλώσει σε περιβάλλον όπου η νοηματική γλώσσα κατέχει εξέχουσα θέση και θα το υποστηρίξει, αυτό, μέχρις εσχάτων.
Τρίτη «φυλή»: ο μικρόκοσμος του ερωτικού ζευγαριού με τον δικό του ενδοεπικοινωνιακό κώδικα. Η επίσης κωφή Σύλβια (Βασιλική Τρουφάκου) εμφανίζεται στη ζωή του Μπιλ, κομίζοντας μια νέα αντίληψη virtuosité πάνω στη νοηματική και μια προσέγγιση «passionaria» απέναντι στην κωφότητα. Η Σύλβια έχει ραγδαία επιδεινούμενη απώλεια της ακοής, έχει όμως μεγαλώσει σε περιβάλλον όπου η νοηματική γλώσσα κατέχει εξέχουσα θέση και θα το υποστηρίξει, αυτό, μέχρις εσχάτων. H Σύλβια αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, κυριολεκτικά «βασανίζεται» από τα μέλη της οικογένειας του αγαπημένου της. Στο σημείο αυτό θίγεται η πραγματικότητα των κωφών, που συχνά πάσχουν επίσης από έλλειψη ενσυναίσθησης, ενώ με βαρετά συντηρητικό τρόπο επιχειρούν την ένταξη των πάντων στο δικό τους μοντέλο επικοινωνίας, φέροντας την αναπηρία ως τρόπαιο και ως δόγμα.
Δεν έχει σημασία ποιον κώδικα χρησιμοποιεί κανείς, ώστε το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η Σύλβια θα προδώσει ερωτικά τον Μπιλ και θα επιλέξει τη μοναξιά, τον ιδρυματισμό, την «κλειστή» (έως περίκλειστη) αντίληψη του ανήκειν, την αφομοίωση και τη συμμόρφωση: ο κώδικας ο γλωσσικός και η κλειστή κοινότητα που τον υιοθετεί μπορεί να αποβεί μοιραίος παράγοντας ανάσχεσης της επικοινωνίας και του μοιράσματος της ανθρωπιάς και των πηγαίων συναισθημάτων. Μπορεί να αποβεί παράγοντας διαχωρισμού, χωρισμού των ζευγαριών, μοναξιάς, περιχαράκωσης, αποκλεισμού. Μπορεί να γίνει όπλο ψυχικού τραυματισμού και εγκατάλειψης, ερωτικής προδοσίας στην εσχάτη. Τέταρτη «φυλή», λοιπόν: ο κόσμος των κωφών και βαρυκόων.
Ένα άρτιο έργο, μια άρτια παράσταση
Η λειτουργική και απόλυτα ρεαλιστική μετάφραση της Έρις Κύργια και η εμβριθής ανάγνωση του κύριου Τζαμαργιά συμπληρώνονται αποτελεσματικά από την προσωπική έρευνα και παρέμβαση στο κείμενο των πολύ καλών ηθοποιών, που κυριολεκτικά έδωσαν την ψυχή τους για να προκύψει το τόσο αυθεντικό και δελεαστικό αποτέλεσμα.
Η οικογένεια του έργου προφανώς πάσχει από παραφωνία, είναι άκρως δυσλειτουργική: εδώ το πρόβλημα της δυσαναλογίας εντείνεται από την προφανή αναπηρία, όμως το έργο θίγει και την «κανονικότητα» της μέσης οικογένειας εν γένει. Είναι χαρακτηριστική η αφελέστατη και χονδροειδής απορία του πατέρα: «Βρε, μήπως προσπαθείς να μας πεις ότι είσαι γκέι;» ή η απονενοημένη του απόπειρα εκμάθησης της κινεζικής γλώσσας, που υπογραμμίζει την άρνησή του επικοινωνίας και καταντά κωμική, καθώς κυριολεκτικά «κλείνει τ’ αυτιά του» στον κόσμο του Μπιλ με το επιχείρημα της χρηστικότητας. Η οργανική κωφότητα του γιου του οδηγεί απαρεγκλίτως στην περιθωριοποίηση, κυρίως στα πλαίσια ενός ζωντανού ανθρώπινου οργανισμού (της «αγίας» οικογένειας) που δεν αναγνωρίζει το πρόβλημα και «κωφεύει» σε αυτό, προσποιούμενος υπέρβαση της «πολιτικής ορθότητος» (political correctness).
Εξαιρετικά τα σκηνικά και τα κοστούμια του Εδουάρδου Γεωργίου, καθώς και η μουσική επένδυση του Γιώργου Χριστιανάκη. Η λειτουργική και απόλυτα ρεαλιστική μετάφραση της Έρις Κύργια και η εμβριθής ανάγνωση του κύριου Τζαμαργιά συμπληρώνονται αποτελεσματικά από την προσωπική έρευνα και παρέμβαση στο κείμενο των πολύ καλών ηθοποιών, που κυριολεκτικά έδωσαν την ψυχή τους για να προκύψει το τόσο αυθεντικό και δελεαστικό αποτέλεσμα.
Τα έργα κοινωνικού προβληματισμού της Νίνα Ρέιν (κόρης του ποιητή Γκρεγκ Ρέιν και της διακεκριμένης καθηγήτριας αγγλικής φιλολογίας της Οξφόρδης Ανν Πάστερνακ Σλέιτερ) έχουν ανέβει στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας και έχουν βραβευτεί. Το Rabbit μιλά για τη σύγκρουση των δύο φύλων, το Tiger Country είναι ένα ιατρικό δράμα, το Consent θίγει μια υπόθεση βιασμού, το Stories μιλά για μιαν ανύπαντρη μητέρα, ενώ το Τribes μιλά για τη δυσχέρεια στη λεκτική και στην εν γένει επικοινωνία. Το Tribes (Φυλές) τιμήθηκε με το Drama Desk Award for Outstanding Play, με το New York Drama Critics’ Circle Award και με το Off-Broadway Alliance Award για το καλύτερο έργο, ενώ η συγγραφέας υπήρξε υποψήφιο για Olivier Award.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).