Για την παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη Τιτάνες, η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Του Νίκου Ξένιου
Ένας διασκεδαστικός, μελαγχολικός κλόουν είναι ο ένας από τους δυο ήρωες της περφόρμανς Τιτάνες που ανέβηκε στην Πειραιώς 260 στα πλαίσια του φετινού φεστιβάλ Αθηνών από την ομάδα OSMOSIS. Ο δημιουργός της διεθνούς αυτής συμπαραγωγής Ευριπίδης Λασκαρίδης, με υψηλή αίσθηση του χιούμορ και χαρακτηριστικά νευρωτικό ύφος, επινοεί και ενσαρκώνει μια θηλυκή περσόνα που συνοδεύεται από τη σκοτεινή φιγούρα ενός μοναχικού ανθρωπόμορφου αρσενικού (Δημήτρης Ματσούκας) σε μια προδικασμένη σε αποτυχία πάλη με στοιχειακά κατηγορήματα της ανθρώπινης ζωής.
Διασταυρούμενα φύλα που δεν συντίθενται
Μοναξιά και δέος απέναντι στα μυστήρια της ζωής, καταστροφή του κόσμου και ανασύνθεσή του, uccellaci uccellini, κατάργηση της ειθισμένης διάστασης του χρόνου, διάρρηξη των τοπογραφικών ορίων, υπέρβαση των ορίων του φύλου, κατακερματισμός του Εαυτού.
Η ευρυμέτωπη κωμική φιγούρα που επινόησε και φιλοτέχνησε ο Λασκαρίδης με την ομάδα των εικαστικών συνεργατών του πάσχει από υδροκεφαλισμό και διέρχεται μια παρωδία εγκυμοσύνης. Ο δημιουργός του κοστουμιού Άγγελος Μέντης προσέδωσε ένα ψηλόλιγνο χαρακτήρα drug queen με στήθη που μπαίνουν και βγαίνουν, περούκες που εναλλάσσονται και κραγιόν και ψηλά τακούνια στην περσόνα αυτήν, ενώ χρωμάτισε μαύρη τη σκιά της δεύτερης, σιωπηρής μορφής χειρώνακτα που συγκεντρώνει ενέργεια διοχετεύσιμη με πολλούς τρόπους: γίνεται αντικείμενο πόθου, γίνεται μαραγκός, ηλεκτροφωτιστής, ηθοποιός, χορευτής, εραστής, η δε μεταμορφωσιγένειά του υπογραμμίζεται από την αφθονία των υλικών μετασχηματισμών που επιφέρει σε μια σωρεία υλικών που εξαρχής έχουν εναποτεθεί στη σκηνή. Μοναξιά και δέος απέναντι στα μυστήρια της ζωής, καταστροφή του κόσμου και ανασύνθεσή του, uccellaci uccellini[1], κατάργηση της ειθισμένης διάστασης του χρόνου, διάρρηξη των τοπογραφικών ορίων, υπέρβαση των ορίων του φύλου, κατακερματισμός του Εαυτού.
Εν ολίγοις, το σκηνικό που έφτιαξε ο Ευριπίδης Λασκαρίδης υφίσταται τις μεταμορφώσεις που ανακλούν τον μόχθο για την επίτευξη μικρών και μεγάλων στόχων, τους οποίους ο θεατής καλείται να αξιολογήσει, να κατονομάσει, να οριοθετήσει. Μεγάλο ποσοστό ερμηνευτικής ελευθερίας δίνεται στον θεατή, ως εκ τούτου, που παρακολουθεί παιχνίδι φωτός και σκιάς (σχεδιασμός φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου) και σταδιακή καταστροφή των υλικών που συνθέτουν τον μικρόκοσμο των ηρώων διανθισμένη με μια μπουφόνικη διάθεση μοναδική. Το κοινό γελά, αλλά το γέλιο αυτό υποβάλλεται διακριτικά από μια γκάμα διαθέσεων clownesque. Οι διαστάσεις που μπορεί να δοθούν είναι πολλές, γιατί και το υλικό αυτό είναι εύπλαστο, διάτρητο, πολυδιάστατο. Μπορεί να αναφέρεται στον μικρόκοσμο ενός ανθρώπινου νοικοκυριού, μπορεί να μεταπηδά σε υπερρεαλιστικές διαστάσεις ή απλά να «απογειώνεται» στον μακρόκοσμο ενός συμπαντικού οργανισμού ή πλάσματος. Παραμένει, σε κάθε περίπτωση, transformable.
Άγνωστη γλώσσα γεμάτη συναίσθημα
Πρόκειται για μια performance εκκεντρική αλλά εύκολα κοινοποιήσιμη ως προς τους δραματουργικούς κώδικες που επιστρατεύει, μια σύνθεση αμιγώς θεατρική που ανατρέχει σε ποικίλες βιωμένες θεατρικές καταβολές και με εύκολα διαπιστούμενη ελληνικότητα.
Το ηχητικό τοπίο έχει διαμορφωθεί από τον Γιώργο Πούλιο κατά τρόπον ώστε να δοθεί μια μη ορθόδοξη, αντικανονική διάσταση στον ήχο της φωνής, στη γλώσσα του πλάσματος που πρωταγωνιστεί, στα ξεσπάσματα υστερίας του, στις στιγμές περισυλλογής του, στη διάθεση αυτοσαρκασμού του, και στη μετάπτωση των προθέσεών του, στο ανοικονόμητο και απρόβλεπτο των αντιδράσεών του, στις απανωτές ματαιώσεις που υφίσταται: σε όλην αυτή τη διαδικασία ένα ασκημένο μάτι μπορεί να διακρίνει υψηλό βαθμό ευαισθησίας και τρυφερότητας, έξυπνο χειρισμό των συγκρουσιακών καταστάσεων, καθώς και μια συσσωρευμένη σοφία σχετικά με τα ανθρώπινα. Η τρωτή ιδιοσυγκρασία που δομείται αυτομάτως αποδομείται ή εξαίρεται, ο μόχθος και η επισταμένη αναζήτησή του του αγγίγματος και της τρυφερότητας προσλαμβάνει διαστάσεις τιτανικού δραματικού αγώνα (απ' όπου και ο τίτλος, υποθέτω), του οποίου έκβαση πρέπει να είναι η συντριβή.
Πρόκειται για μια performance εκκεντρική αλλά εύκολα κοινοποιήσιμη ως προς τους δραματουργικούς κώδικες που επιστρατεύει, μια σύνθεση αμιγώς θεατρική που ανατρέχει σε ποικίλες βιωμένες θεατρικές καταβολές (λατινική κωμωδία, τραγωδία και σατυρικό δράμα, Κομέντια ντελ' άρτε, τσίρκο, μιούζικαλ, ντραγκ σώου, καμπαρέ, κ.ο.κ.) και με εύκολα διαπιστούμενη ελληνικότητα. Ένας πιερότος ή μια κολομπίνα ή ένα πιερότος που ταυτόχρονα είναι και κολομπίνα, αλλά αντλεί το εύρος της μιμικής του ικανότητας από το οπλοστάσιο του Μαρσέλ Μαρσώ και το διοχετεύει ως ανεπεξέργαστη φάρσα «φτύνοντας» τη σοβαροφάνεια της ζωής κατάμουτρα. Ένα «σχήμα» που αλλάζει μορφές διαμορφώνει το υβρίδιο και το ιδιόλεκτο ενός νέου θεατρικού είδους, στα πλαίσια του οποίου οι κοινωνικοί ρόλοι και οι ρόλοι των δύο φύλων αλληλοπεριχωρούνται και παράγουν διαλεκτικά νέες μορφές, που μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι έχουν τιτανική κράση, στην εναγώνια προσπάθειά τους να υπάρξουν επί σκηνής.
Κλαυσίγελως
Η αλήθεια που ενέχεται στις καταγεγραμμένες ενέργειες του άφυλου πρωταγωνιστή του, η γνησιότητα των συναισθημάτων του, η κίνησή του στον χώρο, η μη κανονικότητά του, η παραδοξότητα της τερατώδους έκφανσης που παίρνει κατά στιγμές, όλα συνθέτουν μιαν εξπρεσιονιστική σκηνοθεσία του παραλόγου που κατά περίεργο τρόπο «νομιμοποιείται» αυτόματα στα μάτια του θεατή.
Το στοιχείο του γελοίου, η ιλαρότητα και η υπερβολή στην αντίληψη του χρόνου αποδίδεται από ένα μίνι-Δημιουργό, που μετατρέπεται ο ίδιος σε διάφορες μορφές αλλά και μετασχηματίζει τον κόσμο του. Αυτό το γνώρισμα είναι κατεξοχήν κληρονομιά του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης φαίνεται να έχει επεξεργαστεί όλα τα διδάγματα του ελισαβετιανού θεάτρου, να τα έχει χωνέψει στην αναζήτησή του του ενδιαφέροντος και του αληθούς. Το πιο αποκρυσταλλωμένο κομμάτι της παράστασής του είναι εκείνο που αναφέρεται στον έρωτα, την πιο ρευστή συνθήκη και τον πιο άδικο αντίπαλο: αποδοχή της απόρριψης, του άγονου αγώνα κατάκτησης, του ανυπολόγιστου ποσοστού τραγικότητας, της μαγείας και της απομάγευσης που συναντά κανείς στο Χειμωνιάτικο Παραμύθι. Και, πέρα, από τον Νινέτο Ντάβολι, έρχεται στο μυαλό μας ο Πουκ από το Όνειρο Θερινής Νυκτός. Αυτό το ξωτικό που παλεύει ενάντια στον ορθολογικά δομημένο κόσμο των συγκεκριμένων αναφορών, αποδιοργανώνοντας την ευταξία του και εισάγοντας το χάος ως αισθητικό κατηγόρημα που διασκεδάζει τον θεατή.
Η δραματουργία των Λασκαρίδη/Μιστριώτη είναι ενδιαφέρουσα και ψυχαγωγική, γιατί ακόμη και το παιχνίδι τους με το φως και το σκοτάδι καθιστά τον κόσμο εύθραυστο και την προοπτική της θέασής του «παράγωνη». Η αλήθεια που ενέχεται στις καταγεγραμμένες ενέργειες του άφυλου πρωταγωνιστή του, η γνησιότητα των συναισθημάτων του, η κίνησή του στον χώρο, η μη κανονικότητά του, η παραδοξότητα της τερατώδους έκφανσης που παίρνει κατά στιγμές, όλα συνθέτουν μιαν εξπρεσιονιστική σκηνοθεσία του παραλόγου που κατά περίεργο τρόπο «νομιμοποιείται» αυτόματα στα μάτια του θεατή. Το πλαστό, καρικατουρίστικο γέλιο, το μελοδραματικό κλάμα, η κραυγή και η κινησιολογία του βωβού κινηματογράφου, οι επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, το στοιχείο της γκάφας και το ολίσθημα, συντίθενται σε μια παρωδία γυναικείας φιγούρας που ανήκει σε ένα νεόδμητο θεατρικό σύμπαν, με κώδικες που τώρα επινοούνται.
Ο Λασκαρίδης βραβεύτηκε με την «Pina Bausch Fellowship» το 2016 και έχει υποστήριξη από το πρόγραμμα «Νέες ρυθμίσεις» του Ιδρύματος HERMES για τη φετινή του δουλειά, που είναι η συνέχεια της παράστασής του Relic.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Μικρά πουλάκια, μεγάλα πουλιά: τίτλος ταινίας του Πιέρ Πάολο Παζολίνι.