Για την παράσταση «Τα 7 κουτιά της Πανδώρας» του Βασίλη Ζιώγα, σε σκηνοθεσία της Φαίης Τζανετοπούλου, με τη Βάνα Πεφάνη και τον Γιώργο Στριφτάρη, η οποία παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στο «Από Κοινού Θέατρο» μέχρι και τις 28 Νοεμβρίου.
Του Νίκου Ξένιου
Στο Από Κοινού Θέατρο, στο Γκάζι, είδαμε, στην εξαιρετική σκηνοθετική προσέγγιση της Φαίης Τζανετοπούλου, το έργο «Τα 7 κουτιά της Πανδώρας» του Βασίλη Ζιώγα, με τη Βάνα Πεφάνη στον ρόλο της Πανδώρας και τον Γιώργο Στριφτάρη στον ρόλο του Γιώργου. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βιέννη το 1982 στο Thetear beim Auersberg, ενώ στην Ελλάδα το ανέβασε το θέατρο ΚΕΑ το 1996, σε σκηνοθεσία Νίκου Νικολαΐδη, με την Ιωάννα Γκαβάκου και τον Κώστα Μαρκόπουλο στους δύο αντίστοιχους ρόλους. Πρόκειται για ένα έργο που πραγματεύεται τις εναλλαγές ρόλων στα πλαίσια της ερωτικής σχέσης του άντρα και της γυναίκας, ενώ καταγράφει διαφορετικούς ορισμούς της προσωπικής ελευθερίας μέσα σ’ αυτήν.
«Λίγη ανάσα» γράφει στον μαυροπίνακα ο Γιώργος
O Γιώργος, εσωστρεφής συγγραφέας που γράφει διαρκώς στη γραφομηχανή του τη φανταστική δράση των δικών του ηρώων, και η Πανδώρα, μια ηθοποιός κλασικού ρεπερτορίου που γυρνά το βράδυ από το καμαρίνι της «κουβαλώντας» τον ανά περίοδο ρόλο της στο σπίτι.
Οι ήρωες συνθέτουν ένα ερωτικό ζευγάρι που συμβιώνει: ο Γιώργος, εσωστρεφής συγγραφέας που γράφει διαρκώς στη γραφομηχανή του τη φανταστική δράση των δικών του ηρώων, και η Πανδώρα, μια ηθοποιός κλασικού ρεπερτορίου που γυρνά το βράδυ από το καμαρίνι της «κουβαλώντας» τον ανά περίοδο ρόλο της στο σπίτι. Ο Γιώργος δεν εργάζεται ακριβώς, με την τετριμμένη έννοια του όρου, αλλά ολοκληρώνει ένα μυθιστόρημα, περιμένοντας από την Πανδώρα να τον ταΐσει, να τον φροντίσει, να του παρασταθεί στις κρίσεις άγχους του και στις ραγδαίες «εισβολές» του θανάτου στο ερμητικό περιβάλλον του σπιτιού. Η Πανδώρα, διατρέχοντας τον χρόνο με αυθαίρετο τρόπο, κάνει επτά πρωτεϊκές εισόδους στον προσωπικό χώρο του ζευγαριού, διευρύνοντας τη φύση της: στην αρχή μεταφέρει στο σπίτι την ισόβια αφοσιωμένη Ιουλιέτα (από τον Ρωμαίο και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ), κατόπιν τη θυματοποιημένη Μαργαρίτα (από τον Φάουστ του Γκαίτε) και αμέσως μετά περιβάλλεται το κοστούμι και την περούκα της Λιούμποβα Αντρέγιεβνα (από τον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ). Με μια έξυπνη σκηνοθετική «περιχάραξη» του εδάφους με κιμωλία, η Πανδώρα παίζει την Τζένη (από την Όπερα της πεντάρας του Μπρέχτ), θα ακολουθήσουν: πρώτα ο ρόλος της αιρετικής Ζαν Ντ’ Αρκ που αποκαλύπτει την υποκρισία (από την Αγία Ιωάννα του Τζωρτζ Μπέρναρ Σω), έπειτα θα απουσιάσει από τη ζωή του Γιώργου όπως θα έκανε η ανατρεπτική, αμφιθυμική απέναντι στη γυναικεία φύση Τζούλια (από τη Δεσποινίδα Τζούλια του Στρίντμπεργκ) και τέλος, θα επιστρέψει, όπως η αρχικά ανυπότακτη, αλλά τελικά υποταγμένη στις αντικειμενικές συνθήκες Κατερίνα (από το Ημέρωμα της στρίγγλας του Σαίξπηρ).
Στο μεταξύ ο Γιώργος προαναγγέλλει την κάθε είσοδο της Πανδώρας γράφοντας στον μαυροπίνακα και μια φράση αντλημένη από έναν ρόλο: «Άραγε συμβαίνει αυτό που φοβάμαι;» Τι ακριβώς φοβάται ο Γιώργος; Πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο έργο, παρά την πρώτη εντύπωση απλής δομής που δίνει. Στο νοηματικό του εύρος εντάσσει τόσο τις νατουραλιστικές καταγραφές του Στρίντμπεργκ όσο κι ένα πλούσιο μπεργκμανικό παρελθόν (βλ. «Σκηνές από ένα γάμο»), κυρίως όμως τη σύλληψη των «κινέζικων κουτιών» (της πραγματικότητας, της ιστορίας και της ζωής) με την οποία ερμήνευσε τη χρονικότητα στον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ ο Τζόρτζιο Στρέλερ.1 Ο κήπος γίνεται χώρος συνάντησης ενός μόνο μέρους της πραγματικότητας και χώρος έκφρασης ενός μέρους των καινούριων ιδεών. Όσο για το γνώρισμα του «καταραμένου» που αποπνέει ο χαρακτήρας του Γιώργου, αυτό εντοπίζεται περισσότερο στον μεταφυσικό του τρόμο. Δεν πρόκειται για τον φόβο προς το θείο απλώς, ούτε για την πεποίθηση ότι εγγύτερά του δεν βρίσκεται ο διάβολος, αλλά ο Θεός. Πρόκειται περισσότερο για την γκροτέσκα αντιστροφή της πεποίθησης πως ο Θεός είναι γένους αρσενικού. Δίχως κοσμική δικαίωση, η Γυναίκα πλάι στο ανασφαλές αρσενικό μεταστοιχειώνεται σε θεότητα που τον προστατεύει. Αποκομίζοντας αυτήν την αίσθηση ο θεατής μεταφέρεται στα χωρικά ύδατα της αίρεσης: γιατί, υπό αυτό το πρίσμα, το θέατρο του Ζιώγα είναι αιρετικό.
«Ο άντρας είναι αδύναμο πλάσμα» γράφει στον μαυροπίνακα ο Γιώργος
Η Βάνα Πεφάνη εφορμά κάθετα στον ρόλο μιας γυναίκας που φέρει έντονα τα γνωρίσματα του προσωπικού της μύθου, δηλαδή γνωρίζει το εκτόπισμα που έχει στο κοινό της, εκτόπισμα ανάλογο με την ανυπόμονη, εκρηκτική ιδιοσυγκρασία της. Είναι μια βαμπ αντλημένη από τα μπρεχτικά κείμενα, αλλά είναι παράλληλα, και μια γυναίκα ιδιαίτερα ανασφαλής.
Η Βάνα Πεφάνη εφορμά κάθετα στον ρόλο μιας γυναίκας που φέρει έντονα τα γνωρίσματα του προσωπικού της μύθου, δηλαδή γνωρίζει το εκτόπισμα που έχει στο κοινό της, εκτόπισμα ανάλογο με την ανυπόμονη, εκρηκτική ιδιοσυγκρασία της. Είναι μια βαμπ αντλημένη από τα μπρεχτικά κείμενα, αλλά είναι παράλληλα, και μια γυναίκα ιδιαίτερα ανασφαλής. Οι διακυμάνσεις της φωνής και το ελεγχόμενο αυθαδίασμα, η αλλαγή περούκας που γίνεται κάθε φορά και μια διαφορετική φενάκη έναντι της πραγματικότητας της σχέσης της, τα μικρά καπρίτσια και το μπες-βγες που κάνει στον ρόλο η Βάνα Πεφάνη παραπέμπουν σε αργεντίνικο tango. Εκεί ο Γιώργος Στριφτάρης διαδραματίζει επάξια τον ρόλο του καλού καβαλιέρου, γιατί το tango είναι επικίνδυνο και το έδαφος κάτω από τα πόδια του ζευγαριού είναι ολισθηρό. Άλλοτε υποχωρεί σαν κινούμενη άμμος και συχνά δυναμιτίζεται από την παρουσία τρίτων: ήχων από έξω, πυροβολισμών και, κυρίως, ονομάτων. Τα ονόματα των συναδέλφων της Πανδώρας «εισβάλλουν» στον προσωπικό τους χώρο, υποσκάπτοντας ύπουλα την υπόσχεση ισοβιότητας και αιωνιότητας που δίνει η Πανδώρα στον Γιώργο. Τα ονόματα, που δεν είναι παρά λέξεις, μπορούν να διαλύσουν τα πάντα. Άλλωστε εκεί βρίσκεται το περιεχόμενο του κουτιού της μυθικής Πανδώρας: στις λέξεις. Αυτό είναι όλο κι όλο το περιεχόμενό του: οι λέξεις, που δεν έχουν απτή υπόσταση, όμως περιγράφουν τα πράγματα, τα καταστρέφουν και τα αναδημιουργούν.
Η μουσική του Γιάννη Μακρίδη είναι ιδιαίτερα υποβλητική και επικαθορίζει, ως ένα βαθμό, τις επτά σκηνές. Αντίστοιχα, το απλό σκηνικό της Λαμπρινής Καρδαρά μεταμορφώνεται, με τη γραφή της κιμωλίας στον μαυροπίνακα, σε επτά διαφορετικά σκηνικά. Σε αυτήν τη «διεύρυνση» του σκηνικού χώρου συμβάλλει πολύ η σκηνοθετική πινελιά, που φέρνει μπροστά τους δύο πρωταγωνιστές, για να τους βάλει να αντικρύσουν «μέσα» και «πίσω» από το κοινό το τρίτο, φανταστικό πρόσωπο πίσω από τις φυλλωσιές του κήπου (εδώ θυμήθηκα τις «Φυλλωσιές» του Λαρς Νορέν) που θα αποτελέσει το αντικείμενο της αντιζηλίας του ζευγαριού: ένα πρόσωπο που το συνθέτουν, το ενθρονίζουν, το αποκαθηλώνουν και το καταργούν μόνο με τις λέξεις.
«’Εχουμε τη πολυτέλεια να είμαστε δύο» γράφει στον μαυροπίνακα ο Γιώργος
Ο Γιώργος τρέμει για την υγεία του, για το πιθανό έμφραγμα, για τις ταχυκαρδίες του, παίρνει τηλέφωνο τον γιατρό του, στο τέλος όμως απλώς καταφεύγει στην αγκαλιά της Πανδώρας, που θα τον κανακέψει και θα τον διαβεβαιώσει: «Δεν θα έρθει ο θάνατος, μη φοβάσαι. Δεν θα συμβεί ποτέ… δεν συμβαίνει ποτέ».
Η ερωτική σχέση στα 7 κουτιά της Πανδώρας εκφαίνεται ως άλλο παιχνίδι ρόλων και η συμβίωση του ζευγαριού (όπως έγραψε ο Βάιος Παγκουρέλης στην κριτική της πρώτης αθηναϊκής παράστασης του έργου) περνά από διάφορα στάδια, «από την άνθηση έως την αμφισβήτηση, τον χωρισμό και την επανένωση», ακολουθώντας λίγο ως πολύ τα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα του εκάστοτε ρόλου. Το κείμενο είναι «ανοιχτό» σε πολλαπλές προσλήψεις. Ο Γιώργος τρέμει για την υγεία του, για το πιθανό έμφραγμα, για τις ταχυκαρδίες του, παίρνει τηλέφωνο τον γιατρό του, στο τέλος όμως απλώς καταφεύγει στην αγκαλιά της Πανδώρας, που θα τον κανακέψει και θα τον διαβεβαιώσει: «Δεν θα έρθει ο θάνατος, μη φοβάσαι. Δεν θα συμβεί ποτέ… δεν συμβαίνει ποτέ». Ανάμεσα στον ευθύγραμμο χρόνο της ιστορίας και στον κυκλικό του μύθου, έγραψε ο Λέανδρος Πολενάκης (επίσης, σε μια κριτική της πρώτης αθηναϊκής παράστασης) υπάρχει ένας τρίτος χρόνος, ο σπειροειδής. Σε αυτόν τα πράγματα επανέρχονται, αλλά δεν είναι ποτέ ίδια όπως πρώτα. Σε αυτόν τον –τραγικό– χρόνο η συνείδηση που κατακτά ο άνθρωπος και η μνήμη του υπερβαίνουν τον θάνατο και την ατομικότητα. Στο κάτω μέρος του κουτιού της Πανδώρας κρύβεται η ελπίδα. Και εδώ η ελπίδα είναι το ακούμπισμα στον άλλον, ούτως ώστε δύο μοναχικότητες να συνθέσουν ένα ζευγάρι, που έχει το προνόμιο ακριβώς να είναι ζευγάρι.
Ο Βασίλης Ζιώγας έγραψε για το έργο του: «Ο έρωτας έχει πολλά επίπεδα κι όταν μάλιστα ζει και αναπνέει μέσα από έναν γάμο, από μια σχέση αιωνιότητας δηλαδή, ο δρόμος γίνεται βαθύτερος και ασφαλώς πιο επικίνδυνος και γι’ αυτό πιο ενδιαφέρων. Γιατί η πράξη του γάμου φέρει μαζί της την έννοια της πλήρους ένωσης των αντιθέτων που οδηγεί στην αρχική λάμψη της δημιουργίας του κόσμου. Στα 7 Κουτιά της Πανδώρας προσπάθησα να δώσω εφτά στιγμές αυτού του σκληρού παιχνιδιού ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό. Παίρνοντας σαν αρχική σκέψη ότι μια γυναίκα, λόγω της αταβιστικής φοβίας προς το αρσενικό, κρύβει πολλές μορφές μέσα της, που τις φανερώνει όποτε χρειαστεί –πράγμα που αληθεύει σε πολλές περιπτώσεις–, διηγούμαι την ιστορία μιας κρίσης στη σχέση δύο ερωτευμένων συζύγων: του Γιώργου και της Πανδώρας, και την απελπισμένη τους προσπάθεια να συντηρήσουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν – τη βαθιά αγάπη τους που δοκιμάζεται μέσα από τις προσωπικές υπαρξιακές τους αγωνίες και το σκληρό ερωτικό παιχνίδι του αρσενικού με το θηλυκό».
Για το θέατρο του Ζιώγα
«Ο Ζιώγας καινοτόμησε σε πολλούς τομείς: στη θεματική, στην πλοκή, στην τεχνική του, στο ύφος, στη γλώσσα. Ως ο κατεξοχήν μεταπολεμικός θανατοκεντρικός συγγραφέας, ο Ζιώγας μεταχειρίστηκε το φαινόμενο του θανάτου ποικιλοτρόπως»
Εύη Προύσαλη
Η Εύη Προύσαλη γράφει: «Ο Βασίλης Ζιώγας είναι, αναμφισβήτητα, η πιο ιδιότυπη δραματουργική φωνή της μεταπολεμικής περιόδου. Σε μια εποχή που οι περισσότεροι θεατρικοί συγγραφείς εξοφλούσαν τα χρέη τους στο πρόσφατο μετεμφυλιακό παρελθόν, αποτύπωναν τον ανερχόμενο ελληνικό αστισμό, ακολουθούσαν, δειλά, τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα και προσπαθούσαν να χαράξουν τις νέες δραματουργικές συντεταγμένες όπως το Θέατρο του Παραλόγου, ο Ζιώγας καινοτόμησε σε πολλούς τομείς: στη θεματική, στην πλοκή, στην τεχνική του, στο ύφος, στη γλώσσα. Ως ο κατεξοχήν μεταπολεμικός θανατοκεντρικός συγγραφέας, ο Ζιώγας μεταχειρίστηκε το φαινόμενο του θανάτου ποικιλοτρόπως»2.
«Αν θέλουμε να εντάξουμε τον Ζιώγα στην ιστορία της ποίησης και του θεάτρου θα τον βρούμε να κατάγεται από την γενεαλογία του Λωτρεαμόν και του Ρεμπώ, του Κορμπιέρ και του Βιτράκ, του Ιβάν Γκολλ, του Βίτκιεβιτς και του Ζενέ» έγραψε για τον Ζιώγα ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, κατατάσσοντας τον συγγραφέα στους «καταραμένους» (maudits).
Ο Βασίλης Ζιώγας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής με τη συλλογή 21 σπουδές για μικρό στίχο, αποκήρυξε όμως τα ποιήματά του και αφοσιώθηκε στη θεατρική γραφή. Το πρώτο του θεατρικό έργο ήταν Το προξενιό της Αντιγόνης, που παραστάθηκε για πρώτη φορά από τον θίασο Δωδέκατη Αυλαία και στη συνέχεια από θιάσους της Ελβετίας και της Αυστρίας και από το ελληνικό Εθνικό Θέατρο. Τα μονόπρακτα έργα του Οι μπριζόλες και Η σταφίδα ή το ψυχοπαίδι ανέβηκαν στη Βιέννη (1962) και το Εστιατόριο Humanismus από το Πειραματικό Θέατρο σε μετάφραση Otto Steininger (1964). Σε μουσική Αργύρη Κουνάδη ανέβηκε στις όπερες της Βόννης και του Βερολίνου το μονόπρακτό του Το λαστιχένιο φέρετρο. Επιτυχία σημειώσε η παράσταση του έργου του Χρωματιστές γυναίκες από το Θέατρο του Πειραιά (1984), πολλά έργα του παραμένουν άπαιχτα, ενώ Το μπουκάλι, από τις κορυφαίες στιγμές της δραματουργίας του Ζιώγα ανέβηκε μόνο από ερασιτεχνικό θίασο και σκηνοθεσία του συγγραφέα το 1979. Το 1977 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του Ζιζή.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
1. Giorgio Strehler, «Ο Βυσσινόκηπος – Έρευνα για τον χρόνο», Δρώμενα, τεύχος 3/4 Ιούλης-Σεπτέμβρης, 1984, σελ. 85