Επιλογές μεταφρασμένης και ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, οι οποίες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της εκδοτικής παραγωγής και καταγράφουν τις «τάσεις» συγγραφέων και κοινού.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Ποιος το περίμενε πριν από ένα χρόνο, ότι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, ο Κρυφός Πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών (εκδ. Κέδρος), του έμπειρου συγγραφέα αστυνομικής μυθοπλασίας Δημήτριου Μαμαλούκα, θα κέρδιζε το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος του περιοδικού ο «Αναγνώστης»; Αυτό δεν το φαντάζονταν ούτε οι πιο αισιόδοξοι εξ ημών, των φανατικών αναγνωστών ενός είδους που ξεκίνησε σαν λαϊκό ανάγνωσμα και έγινε το κατ' εξοχήν κοινωνικό μυθιστόρημα των καιρών μας. Γνωστό τοις πάσι αλλά ας το επαναλάβουμε: όσο κι αν τα αστυνομικά βιβλία έχουν κερδίσει ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό, στην Ελλάδα και όλο τον κόσμο, αντιμετωπίζονταν μέχρι πρόσφατα σαν παραλογοτεχνία από τις ντόπιες κριτικές επιτροπές. Άλλη σημαντική εξέλιξη της χρονιάς που πλησιάζει στο τέλος της ήταν η βράβευση της Ευτυχίας Γιαννάκη για το πρώτο της μυθιστόρημα Το Πίσω Κάθισμα (εκδ. Ίκαρος), με το βραβείο κοινού αλυσίδας βιβλιοπωλείων· ήταν μια σαφής απόδειξη της δυναμικής του είδους και της διείσδυσής του στο μεγάλο αναγνωστικό κοινό.
Το 2107 ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησαν περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα από ποτέ – μεταφρασμένα και ελληνικά. Αυτό εκ πρώτης όψεως μοιάζει καλό, είναι όμως;
Και τώρα που χαρήκαμε και πανηγυρίσαμε, καιρός για λίγη γκρίνια. Το 2107 ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησαν περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα από ποτέ – μεταφρασμένα και ελληνικά. Αυτό εκ πρώτης όψεως μοιάζει καλό, είναι όμως; Με δεδομένο ότι ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό των μυθιστορημάτων αυτών είναι «πολτός» –και όχι υπό την cult έννοια του pulp fiction– τι σημαίνει μια τέτοια πληθώρα βιβλίων; Φοβάμαι ότι σύντομα το αναγνωστικό κοινό θα μπουχτίσει από την ένδεια στην πλοκή, από την επανάληψη επιτυχημένων συνταγών και τις πρόχειρες μεταφράσεις, και θα εγκαταλείψει το είδος. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, όλοι οι εκδότες –μεγάλοι και μικροί, Ευρωπαίοι κι Αμερικανοί– αναπαράγουν ασταμάτητα τις επιτυχημένες θεματολογικές συνταγές· μετρήστε πόσα «Κορίτσια» κυκλοφόρησαν μετά το Κορίτσι εξαφανίζεται (της Τζίλιαν Φλιν). Χαρακτηριστικό των περισσότερων απ' αυτά τα μυθιστορήματα είναι η Μεγάλη Ανατροπή, όπως μας είπε ο Ιρλανδός συγγραφέας Στιούαρτ Νέβιλ. Σ' ένα άρθρο του, στην εφημερίδα «Irish Times», αναλύει εξαιρετικά το φαινόμενο αυτό που ονομάζει «The Big Twist», και σημαίνει εν ολίγοις την προσπάθεια των συγγραφέων να αιφνιδιάσουν τους αναγνώστες με διαρκείς και όσο το δυνατόν πιο εντυπωσιακές ανατροπές. Κι εδώ τίθεται το ερώτημα: το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι απλώς μια αιματοβαμμένη ιστορία με αλλεπάλληλες ανατροπές; Μήπως ο αναγνώστης που περιμένει διαρκώς την επόμενη ανατροπή, σε μια προσπάθεια να συναγωνιστεί τον συγγραφέα σε ευφυΐα, χάνει εντέλει την ουσία – που είναι η αναγνωστική απόλαυση ενός καλογραμμένου κειμένου; Σε μια εποχή που όλα έχουν γραφτεί, η πλοκή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος δεν αρκεί να είναι ματωμένη, αρρωστημένη κι ανατριχιαστική· εκτός από λογοτεχνικά γραμμένη, οφείλει να διηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία, να ρίχνει φως σε μια πτυχή της σύγχρονης κοινωνίας και της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, να μην είναι ένα σκέτο σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες.
Θα τελειώσω με μια φράση που μου είπε ο σπουδαίος συγγραφέας και γνώστης της αστυνομικής λογοτεχνίας, Αλέξης Πανσέληνος: ένα αστυνομικό μυθιστόρημα είναι πράγματι καλό όταν σου δημιουργεί τη διάθεση να το ξαναδιαβάσεις – παρότι γνωρίζεις τον δολοφόνο.
ΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ
Ο Διάβολος μόνο ξέρει, Ian Rankin (μτφρ. Νάντη Σακκά, Μεταίχμιο)
Ο Τζον Ρέμπους αποφασίζει να κάνει νέα αρχή· έχοντας κόψει το τσιγάρο μια ολόκληρη βδομάδα –εκατόν εξήντα οκτώ ώρες!– πίνει κόκκινο κρασί (αντί της αγαπημένης του μπίρας) σε καλό εστιατόριο με την παρέα της φίλης του Ντέμπορα Κουάντ. Όλα τα υπόλοιπα όμως παραμένουν ίδια, όπως τα αγαπάμε: ο Ρέμπους, κατά τη γνωστή συνήθειά του, θα δοκιμάσει να διαλευκάνει τον ανεξιχνίαστο φόνο μιας άτακτης κυρίας, ο οποίος συνέβη πριν τριάντα χρόνια σε ακριβό ξενοδοχείο της πόλης. Πάλι η Σιβόν είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει το παρόν, την απόπειρα δολοφονίας του γνωστού μας «νονού» Ντάριλ Κρίστι. Και παρότι οι σχέσεις της με τον Μάικλ Φοξ έχουν ξινίσει –επειδή της έκλεψε τη θέση που εποφθαλμιούσε– θα υποχρεωθεί να συνεργαστεί μαζί του. Έχοντας τον Ρέμπους μέσα στα πόδια της, να σκαλίζει παλιούς φακέλους και να φέρεται σαν να μη συνταξιοδοτήθηκε ποτέ. Κάπου σε όλα αυτά, εμφανίζεται ένας ξεπεσμένος Σκοτσέζος ροκ τραγουδιστής και ο εκ των ουκ άνευ Μπιγκ Τζερ Κάφερτι.
Ο Rankin σχολιάζει με σκληρή γλώσσα το τραπεζικό κατεστημένο, το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και τον χρόνο που περνάει και δεν αφήνει αλώβητο ούτε τον Τζον Ρέμπους.
Η Κραυγή της κουκουβάγιας, Patricia Highsmith (μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, Άγρα)
Ο πρόσφατα διαζευγμένος Ρόμπερτ παρακολουθεί με αρρωστημένο ενδιαφέρον τη γειτόνισσά του, Τζέννυ, χωρίς να είναι ηδονοβλεψίας. Όπως λέει στον ψυχαναλυτή του: «Έχω τη σαφή αίσθηση πως αν όλοι στον κόσμο δεν παρακολουθούσαμε τι έκαναν οι άλλοι, θα είχαμε τρελαθεί. Μόνοι τους οι άνθρωποι δεν θα ήξεραν πώς να ζήσουν». Πώς θα αντιδράσει όμως όταν η Τζέννυ τον πάρει είδηση, τον καλέσει σπίτι της και θεωρώντας μοιραία τη γνωριμία τους, θα διαλύσει τον αρραβώνα της για χάρη του; Πού είναι κρυμμένο το πτώμα του πρώην αρραβωνιαστικού της; Και εν αρχής, υπάρχει πτώμα;
Ταξίδι στις πιο σκοτεινές πτυχές της ψυχής και του νου, το μυθιστόρημα αυτό του 1962 εμπεριέχει όλα τα συστατικά που έχουμε συνδυάσει με τη Highsmith: άνδρες ψυχολογικά αδύναμους, νευρωτικές γυναίκες, ενοχές και φοβίες, αρρωστημένες συνήθειες. Οι ήρωες πάσχουν από κατάθλιψη, φέρονται παράλογα, είναι ύποπτοι για φόνο – κι όμως, η συγγραφέας καταφέρνει, για μία φορά ακόμη, να μας κάνει να ταυτιστούμε μαζί τους.
Μουσικές καρέκλες, Arne Dahl (μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, Μεταίχμιο)
Τρεις περίεργοι θάνατοι θα κινητοποιήσουν τα μέλη της Opocop, σ' αυτή τη δεύτερη υπόθεση της πολυεθνικής ομάδας που υπάγεται στη Europol. Οι τρεις θάνατοι θα συμβούν σε διαφορετικά σημεία της Ευρώπης, με διαφορά λίγων ημερών: ο φόνος (ή μήπως αυτοκτονία;) ενός πλαστικού χειρουργού στο Βέλγιο, η δολοφονία ενός Αλβανού εμπόρου όπλων στη Στοκχόλμη και το μαχαίρωμα μέχρι θανάτου ενός Τσέχου ευρωβουλευτή σ' ένα περίεργο νησί στη Θάλασσα της Λιγουρίας. Η περίπλοκη ιστορία, που έχει στοιχεία μελλοντολογικής φαντασίας, θα οδηγήσει τα μέλη της ομάδας (η οποία αποτελείται από ένα Σουηδό, μια Γερμανίδα, έναν Πολωνό, μια Γαλλίδα, μια Λιθουανή, μια Βρετανίδα, έναν Ισπανό και έναν Έλληνα) σ' ένα νησί-φρούριο κοντά στην Κορσική, όπου διεξάγονται ανατριχιαστικά πειράματα πάνω σε ανθρώπινα πλάσματα.
Ο Arne Dahl, σε συνέντευξή του στη Μαρία Αθανασίου (εφ. Καθημερινή) είπε ότι το έγκλημα είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας· οι Μουσικές Καρέκλες σκιαγραφούν μιαν άκρως απεχθή και ανελέητη εικόνα της κάποτε κομψής και κοσμοπολίτισσας Ευρώπης μας. Για άλλη μία φορά, ο ευφυής Σουηδός εστιάζει στην ομαδική δουλειά που απαιτεί η κάθε εξιχνίαση, στη συνεργασία των αστυνομικών δυνάμεων σαν πρότυπο για την ανάγκη συνεργασίας των κρατών και κυβερνήσεων της Ευρώπης.
Ο ΚΑΜΙΛΛΕΡΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ ΤΟΥ
Θάνατος στα ανοιχτά, Αντρέα Καμιλλέρι (μτφρ. Φωτεινή Ζερβού, Πατάκης)
Από τα τρία βιβλία του Αντρέα Καμιλλέρι που κυκλοφόρησαν το 2017 οι εκδόσεις Πατάκη, ο Θάνατος στα Ανοιχτά είναι πιο κοντά στον Μονταλμπάνο που γνωρίζουμε. (Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο Ζυθοποιός του Πρέστον, που είναι μια πανοραμική ματιά στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της Σικελίας, στα τέλη του 19ου αιώνα).
«Ανάμεσα στην ανάσα της θάλασσας και την αλμύρα του αέρα, η ζωή στη Βιγκάτα κυλά με τον συνηθισμένο θορυβώδη ρυθμό, με καπρίτσια και καβγάδες· έντονα πάθη, ανυπομονησία και παραξενιές. Η παραδουλεύτρα Αντελίνα και η Λίβια, η "ξένη" αρραβωνιαστικιά του Μονταλμπάνο, αντιπαθούν φανερά η μία την άλλη. Ο Καταρέλλα, πιστός στον υπερβολικό τρόπο έκφρασης, φορά απτόητος το σώμα του σαν μάσκα στην οποία κολλούν χειρονομίες και εκφράσεις σε διάλεκτο, έντονες, ταραγμένες. Εξακολουθούν να υπάρχουν οι δημοσιογραφικές ομοβροντίες των δύο αντίπαλων τοπικών τηλεοπτικών καναλιών, έξυπνα οργανωμένες από τον Μονταλμπάνο. Ο ιατροδικαστής Πασκουάνο μπροστά σ’ ένα κουτί καννόλι είναι διατεθειμένος να σταματήσει κάθε κακία, ειρωνεία, γκρίνια και βλαστήμια. Ο υπαστυνόμος Μιμί Αουτζέλλο γνωρίζει τα πάντα για τη ζωή των ομορφότερων ελεύθερων γυναικών της πόλης...».
Παρτίδα για πέντε, Μάρκο Μαλβάλντι (μτφρ. Δήμητρα Δότση, Καλέντης)
«Στο ΜπαρΛούμε, σε ένα μικρό παραλιακό θέρετρο κοντά στο Λιβόρνο, ανάμεσα σε ατελείωτα φλιτζάνια εσπρέσο και ιταλικές τράπουλες, τέσσερις ογδοντάχρονοι και ο Μάσιμο, ιδιοκτήτης του μπαρ, περνούν την ώρα τους κουβεντιάζοντας, μαλώνοντας και διατυπώνοντας θεωρίες για τον φόνο μιας νεαρής κοπέλας στην πόλη τους. Η έκλυτη ζωή του κοριτσιού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δολοφονία σχετίζεται με τον κόσμο των ναρκωτικών και της νύχτας. Οι τέσσερις παλιόφιλοι, που θυμίζουν σε πολλά τους πρωταγωνιστές της ταινίας «Οι εντιμότατοι φίλοι μου», λατρεύουν το κουτσομπολιό, τις φάρσες και τις φαρμακερές ατάκες. Με τη σκωπτική και αθυρόστομη γλώσσα τους, χαρακτηριστική της Τοσκάνης, ξεδιπλώνουν ένα-ένα τα κομμάτια του εγκλήματος, αναγκάζοντας τον Μάσιμο να αναλάβει τον ρόλο του ερασιτέχνη ντετέκτιβ».
Ο Μάρκο Μαλβάλντι, ο επονομαζόμενος Καμιλλέρι της Τοσκάνης, είναι συγγραφέας επτά αστυνομικών ιστοριών που διαδραματίζονται στην πλασματική επαρχιακή πόλη Πινέτα. Η επιλογή των ηρώων μάς κλείνει το μάτι: εδώ στο Νότο δεν χρειαζόμαστε υπερήρωες, με κοιλιακούς φέτες, για να επιλύσουμε τα μυστήρια. Μαζευόμαστε στο ΜπαρΛούμε, ένα καφέ μπαρ που ο τίτλος του σημαίνει επίσης «ίχνη», «ενδείξεις», και μεταξύ εσπρέσο και σαμπούκας βρίσκουμε τη λύση. Η τεράστια επιτυχία της σειράς έχει μεταφερθεί στην ιταλική τηλεόραση με τίτλο «Τα εγκλήματα του ΜπαρΛούμε».
Η αίσθηση του πόνου, Μαουρίτσιο Ντε Τζοβάννι (μτφρ. Φωτεινή Ζερβού, Πατάκης)
Νάπολη, 1931, επί εποχής Μουσολίνι. Ένας διάσημος τενόρος βρίσκεται νεκρός στο καμαρίνι του Ρεάλ Τεάτρο ντι Σαν Κάρλο, λίγο πριν την παράσταση. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Λουίτζι Αλφρέντο Ριτσιάρντι, ένας περίεργος αστυνόμος αριστοκρατικής καταγωγής με μεγάλη περιουσία, ο οποίος εξιχνιάζει εγκλήματα επειδή είναι το μοναδικό πράγμα που τον ενδιαφέρει στη ζωή. Από παιδί «αισθάνεται» τις τελευταίες στιγμές ανθρώπων που πέθαναν με βίαιο τρόπο και νιώθει την ανάγκη να δικαιώσει τα φαντάσματα των νεκρών και να οδηγήσει τους ενόχους στη δικαιοσύνη. Κανείς δεν τον συμπαθεί, εκτός από τον βοηθό του Ραφαέλε Μαϊόνε, εξαιτίας της ψυχρής και αντικοινωνικής συμπεριφοράς του. Ο συγγραφέας, στο τέλος του βιβλίου, παίρνει μια μίνι συνέντευξη από τον ήρωα του, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη. Εκτός της πλοκής που είναι έξυπνα στημένη, με στοιχεία από την όπερα «Οι Παλιάτσι» στην οποία τραγουδούσε ο νεκρός τενόρος, ακόμα πιο συναρπαστική ίσως είναι η σκιαγράφηση της φασιστικής Ιταλίας, της εμμονής του καθεστώτος στην καθαρότητα και την ασφάλεια των πολιτών – το κρύψιμο κάτω από το χαλί όλων των πραγμάτων που δεν ικανοποιούσαν τον Ντούτσε.
Μία ακόμη διαφορετική ματιά στο μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα από τον Μαουρίτσιο Ντε Τζοβάννι, που επιλέγει να διερευνήσει το πολιτικό πλαίσιο του εγκλήματος, στα πρότυπα του Καμιλλέρι φυσικά, του Λεονάρντο Σάσα και του Κάρλο Λουκαρέλι.
ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΗΔΗ ΑΓΑΠΗΣΕΙ
DNA, Yrsa Sigurdardóttir (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, Μεταίχμιο)
1987: η Κοινωνική Πρόνοια αποφασίζει να χωρίσει τρία μικρά αδέλφια και να αναθέσει το μεγάλωμά τους σε ανάδοχες οικογένειες. 2015: μια γυναίκα δολοφονείται βίαια, παρουσία της επτάχρονης κόρης της, ενώ τα δύο αγοράκια της κοιμούνται σε διπλανό δωμάτιο. Ο ντετέκτιβ Χούλνταρ, γείτονας της οικογένειας, θα προσπαθήσει να διαλευκάνει το έγκλημα, ζητώντας τη βοήθεια της παιδοψυχολόγου Φρέγια, παρά τις μεταξύ τους κακές σχέσεις. Σύντομα θα δολοφονηθεί μια δεύτερη γυναίκα και πολλά στοιχεία θα δείξουν ότι οι δύο φόνοι συνδέονται, πιθανότατα μάλιστα πρόκειται να ακολουθήσουν κι άλλοι. Ένας αγώνας δρόμου από μεριάς των δύο συνεργατών για να σπάσουν τον κώδικα του δολοφόνου.
Πρόκειται για τον πρώτο τόμο της καινούργιας σειράς «Το Σπίτι του Παιδιού» (Children's House), της Ισλανδής Yrsa Sigurdardóttir. Εξίσου ταλαντούχα με τον συμπατριώτη της Indridason, η Yrsa ασχολείται λιγότερο με το ιστορικό υπόβαθρο του εγκλήματος στην παγερή Ισλανδία, και περισσότερο με τις εσωτερικές πληγές των ανθρώπων και τα τραύματα της παιδικής ηλικίας, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μια αγωνιώδη και δυσοίωνη ατμόσφαιρα.
Οι άγριοι καιροί, Ιαν Μανούκ (μτφρ. Κωνσταντίνος Κωστογιαννόπουλος, Στερέωμα)
Δεύτερο μυθιστόρημα με ήρωα τον επιθεωρητή Γερουλντελγγέρ – τον πρώτο μπάτσο του Διαφωτισμού που κυκλοφορεί στη Μογγολία, όπως σχολιάζει κάποιος ήρωας. «Οι Άγριοι Καιροί ξαναφέρνουν στο προσκήνιο ένα κόσμο διαφθοράς και έντασης (πολιτική, κατασκοπεία, διεθνές λαθρεμπόριο) σε αντίστιξη με τον "κόσμο των σαμάνων", όπως αποκαλεί ο συγγραφέας Ιάν Μανούκ τις παραδοσιακές μογγολικές κοινότητες, όπου ο θάνατος, η βία και η εκδίκηση παίρνουν εντελώς διαφορετικές μορφές απ' ό, τι στις δυτικές κοινωνίες. Στο επίκεντρο βρίσκεται η δολοφονία μιας πόρνης και η εξαφάνιση του υιοθετημένου της γιου, ενώ ταυτόχρονα δυο ανεξιχνίαστα πτώματα, το ένα θαμμένο στο χιόνι και το άλλο γαντζωμένο στην κόχη ενός γκρεμού, απασχολούν τους συνεργάτες του Γερουλντελγγέρ. Οι έρευνες θα οδηγήσουν αυτόν τον "άνθρωπο από γρανίτη και ταυτόχρονα εύθραυστο όπως οι αμμόλοφοι της ερήμου Γκόμπι", όπως αποκαλεί τον Γερουλντελγγέρ ο Ιάν Μανούκ, στις εσχατιές της Μογγολίας, της Κίνας και της Ρωσίας και από εκεί στο λιμάνι της Χάβρης, στη Γαλλία, επί τα ίχνη ενός κυκλώματος εμπορίας παιδιών».
Τα άνθη του χειμώνα, Jane Thynne (μτφρ. Φίλιππος Χρυσόπουλος, Κέδρος)
Βρισκόμαστε στο Βερολίνο, το 1937, μια πόλη όπου κάθε λογής κίνδυνοι ελλοχεύουν. Η Άννα Χάνσεν παρακολουθεί τα μαθήματα της Σχολής για Υποψήφιες Νύφες του Ράιχ, διότι όπως έλεγε ο Χίτλερ, «οι γυναίκες που πρόκειται να παντρευτούν την αφρόκρεμα των Γερμανών ανδρών πρέπει να είναι ξεχωριστές». Ωστόσο, αυτή η επιλεγμένη Γερμανίδα δολοφονείται άγρια στον κήπο της Σχολής και κανείς δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για την εξιχνίαση του φόνου της. Μόνο η Κλάρα Βάιν, επιτυχημένη Βρετανίδα ηθοποιός που κάνει καριέρα στα περίφημα στούντιο UFA, θυμάται αμυδρά την Άννα – σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Η Κλάρα Βάιν, την οποία γνωρίσαμε στα Μαύρα Ρόδα, είναι στην πραγματικότητα πράκτορας των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών κι έχει καταφέρει να γίνει στενή φίλη με τη Μάγκντα, τη σύζυγο του Γκέμπελς. Το μυστικό της δολοφονίας της Άννας φαίνεται ότι έχει σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις και η Κλάρα πρέπει να ανακαλύψει τους λόγους και να ενημερώσει το Λονδίνο, όσο πιο γρήγορα είναι δυνατόν.
Η Jane Thynne, σύζυγος του γνωστού μας Φίλιπ Κερρ, γράφει συναρπαστικά αστυνομικά-ιστορικά βιβλία, που διαδραματίζονται στο Βερολίνο, στις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η λάμψη της βερολινέζικης κοσμικής ζωής και της κινηματογραφικής βιομηχανίας αντικαθιστούν εδώ τα πεδία των μαχών που περιγράφει ο Κερρ, αλλά φανερώνουν μιαν εξίσου ανατριχιαστική πλευρά του Γ' Ράιχ.
Τα μπλουζ του δολοφόνου, Ray Celestin (μτφρ. Μαρία-Ρόζα Τραϊκόγλου, Διόπτρα)
Ο νεαρός Λούι Άρμστρονγκ φτάνει στο Σικάγο τον Αύγουστο του 1922, για να πιάσει δουλειά στη μπάντα του Κινγκ Όλιβερ. Η κληρονόμος μιας διακεκριμένης αλλά ξεπεσμένης οικογένειας της πόλης εξαφανίζεται και την υπόθεση αναλαμβάνουν δύο ιδιωτικοί ντετέκτιβ των γραφείων Πίνκερτον, ο Μάικλ Τάλμποτ και η Άιντα Ντέηβις. Στη συνέχεια, ένας λευκός γκάγκστερ βρίσκεται ακρωτηριασμένος στη γειτονιά των μαύρων. Τι σχέση μπορεί να έχει ο Αλ Καπόνε με το φόνο του; Και πώς σχετίζονται αυτές οι ιστορίες; Στην υπόθεση εμπλέκεται ένα πρωτοπαλίκαρο του Αλ Καπόνε κι ένας φωτογράφος της αστυνομίας – και ο νεαρός Λούι Άρμστρονγκ, ο οποίος θα βοηθήσει τη φίλη του Άιντα.
Ο Βρετανός Ray Celestin, ο οποίος αποφεύγει να δώσει πληροφορίες για το άτομό του, φαίνεται ότι γνωρίζει άριστα τη Νέα Ορλεάνη και το Σικάγο του μεσοπολέμου, το πολιτικό υπόβαθρο της διαφθοράς κατά την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης – και την εξέλιξη της μουσικής τζαζ. Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο με τους δύο ντετέκτιβ των Πίνκερτον (στο πρώτο, Η Τζαζ του Δολοφόνου, οι ήρωες κινούνταν στη Νέα Ορλεάνη, μια δεκαετία νωρίτερα).
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΓΝΩΡΙΜΙΕΣ
Η συνωμοσία του Μονάχου, Wolfgang Schorlau (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Angelus novus)
Ο Γκέοργκ Ντέγκλερ είναι ένας μοναχικός και τίμιος ιδιωτικός ντετέκτιβ που αναλαμβάνει να μελετήσει τα στοιχεία της πολύνεκρης βομβιστικής επίθεσης που συνέβη στη Γιορτή της Μπύρας στο Μόναχο, το 1980. Αυτό το αληθινό περιστατικό χρησιμοποιεί σαν αφορμή ο συγγραφέας, οπαδός του κοινωνικού/πολιτικού αστυνομικού μυθιστορήματος, για να διερευνήσει σε βάθος χρόνου το παρακράτος των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας, «τη γερμανική κοινωνία, την καπιταλιστική κρίση, το πολιτικό έγκλημα και τις αποσιωπημένες πτυχές του γερμανικού οικονομικού θαύματος». Πρόκειται για το πέμπτο από τα οκτώ βιβλία του Schorlau με ήρωα τον ντετέκτιβ Ντέγκλερ. Με ανατομική μαεστρία, ο Schorlau ξεγυμνώνει τη φρίκη πάνω στην οποία στηρίζεται η ηγεμονεύουσα χώρα της σύγχρονης Ευρώπης.
Ντόντζερς, Bill Beverly, (μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, Στερέωμα)
Ο Ηστ, ο Τάι, ο Γουόλτερ και ο Μάικλ, μέλη ναρκο-συμμορίας του Νότιου Λος Άντζελες, ξεκινούν για το Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν με την αποστολή να δολοφονήσουν έναν ενοχλητικό μάρτυρα – ο οποίος ίσως αποδειχτεί επικίνδυνος για τον αρχηγό της συμμορίας τους. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι αυτοί οι τέσσερις μελλοντικοί φονιάδες είναι μεταξύ 13 και 20 ετών και δεν έχουν ξαναβγεί ποτέ από το Λος Άντζελες. Ντυμένοι με μπλούζες και κασκέτα των Ντόντζερς, για να περάσουν απαρατήρητοι, διασχίζουν διαγώνια τις ΗΠΑ αλλά είναι σαν να ταξιδεύουν σε άλλη ήπειρο, ή ίσως σε άλλο πλανήτη.
Το Ντόντζερς είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Bill Beverly, και τιμήθηκε πέρυσι με το βραβείο Golden Dagger, το μεγαλύτερο αμερικανικό βραβείο αστυνομικού μυθιστορήματος. Όπως έγραψε η Monde, «συνδυάζει δύο μυθολογίες χαρακτηριστικές της αμερικανικής κουλτούρας: τη μυθολογία του φυγά και τη μυθολογία του δρόμου… ταυτόχρονα θρίλερ και road-trip σε μια Αμερική σε πλήρη αποβιομηχάνιση». Οι αγγλοσάξονες κριτικοί βρήκαν κοινά στοιχεία με τα βιβλία του Richard Price (Wanderers, Clockers), αν σ' εμένα ως αναγνώστρια θύμισε περισσότερο μια αντεστραμμένη, δυσοίωνη εκδοχή της νουβέλας Στάσου πλάι μου, του Stephen King (πάνω στην οποία βασίστηκε η ταινία «Stand by Me»).
ΣΚΟΤΣΕΖΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΝΟΗΜΕΝΟΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ ΤΟΥΣ
Όταν η βία πλησιάζει, Malcolm McKay (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, Πόλις)
Ο τρίτος τόμος της «Τριλογίας της Γλασκώβης», με ήρωα τον πιο ευαίσθητο, καλλιεργημένο και συμπαθή επαγγελματία εκτελεστή της αστυνομικής λογοτεχνίας. Παρά την επιτυχημένη σταδιοδρομία του, ο Κάλουμ ΜακΛιν ονειρεύεται μια κανονική ζωή. Και με τον σχολαστικά μεθοδικό τρόπο που σχεδιάζει τις δολοφονίες που του αναθέτουν, οργανώνει την απόδρασή του από την οργάνωση του Πήτερ Τζέιμσον. Θα τα καταφέρει να αλλάξει ταυτότητα σε μια περίοδο κατά την οποία ο πόλεμος των συμμοριών της Γλασκώβης μαίνεται ανελέητος για την απόλυτη επικράτηση; Εντυπωσιακά ψυχολογικά πορτρέτα κακοποιών και αστυνομικών, δράση αληθοφανής, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Στο σύμπαν του McKay δεν υπάρχουν «συμπτώσεις», επειδή αυτό θα τον βόλευε στην εξέλιξη της πλοκής. Μέσα σε 368 σελίδες στήνει και διαλύει το κλειστοφοβικό σύμπαν του υπόκοσμου της Γλασκώβης και τις κινήσεις των ηρώων του που θυμίζουν πιόνια σε δύσκολη παρτίδα σκακιού.
Η τέχνη της λεπίδας, Irvine Welsh (μτφρ. Θάνος Καραγιαννόπουλος, Οξύ)
Ένας άλλος Σκοτσέζος συγγραφέας, ο γνωστός από το «Trainspotting», Irvine Welsh, μοιάζει να πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε ο Mackay. Διαλέγει τον πιο αντιπαθητικό ήρωα του «Trainspotting», τον ψυχοπαθή βίαιο Φρανκ Μπέγκμπι, και διηγείται μια εναλλακτική ιστορία του. Με αλλαγμένο όνομα, ως Τζιμ Φράνσις, ο Μπέγκμπι ζει πλέον στην Καλιφόρνια μαζί με τη γυναίκα και τα κοριτσάκια του, και κατασκευάζει αλλόκοτες προτομές διασημοτήτων, χρησιμοποιώντας την Τέχνη της Λεπίδας. Ωστόσο, η ήρεμη ζωή του ανατρέπεται όταν ο Σον, ο ένας από τους γιους που έχει ξεχάσει στο Εδιμβούργο, βρίσκεται άγρια μαχαιρωμένος. Ο Τζιμ θα επιστρέψει για την κηδεία του γιου του και θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον παρελθόν και τους παλιούς του γνώριμους, κυρίως όμως με τον εαυτό του. Και μοιάζει έτοιμος να ξαναγίνει ο «Φράνκο», στην προσπάθειά του να βρει τους δολοφόνους του γιου του, καθώς θα θυμηθεί το δικό του εθισμό: την ηδονή να πληγώνει τους ανθρώπους.
Χωρίς να είναι αμιγώς αστυνομικό μυθιστόρημα, η Τέχνη της Λεπίδας θέτει ένα αγωνιώδες ερώτημα: θα παραμείνει καθαρός ο Φρανκ Μπέγκμπι ή θα ξανακυλήσει στη βία; Το βιβλίο διαπραγματεύεται το ψυχολογικό υπόβαθρο του εγκλήματος, δίνει ταξικές απαντήσεις στα γιατί που αναφύονται και αναπαριστά τον υπόκοσμο με μεγαλύτερη αληθοφάνεια από πολλά «διεκπεραιωτικά» αστυνομικά βιβλία της σειράς. Η βία παραμονεύει διαρκώς, ο συγγραφέας όμως δεν την αντιμετωπίζει σαν ένα εξωτικό συναίσθημα που απαντάται μόνο στον Άλλο, αλλά σαν εγγενές στοιχείο κάθε ανθρώπου. Ο Welsh δεν εξωραΐζει, ούτε ηθικολογεί. Μια φράση μένει στο νου: «Η οργή είναι δώρο πανέμορφο αλλά αχόρταγο».
Suburra: Ρώμη, πρωτεύουσα της μαφίας, Κάρλο Μπονίνι & Τζανκάρλο Ντε Κατάλντο, (μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Εστία)
«Η Σουμπούρα είναι μια αρχαία γειτονιά της Ρώμης, όπου οι πατρίκιοι συγχρωτίζονταν με τον όχλο, τους κακοποιούς και τις πόρνες μέχρι το 1960. Στο κέντρο του μυθιστορήματος, ένα τεράστιο κατασκευαστικό σχέδιο που αποσκοπούσε να μεταμορφώσει τις παραλίες της Όστια σε Ντουμπάι ή σε Ατλάντικ Σίτυ (ο δήμαρχος της Ρώμης το μπλόκαρε μόλις το 2014). Παρελαύνουν, μεταξύ πολλών άλλων, ο Σαμουράι, πρώην επικεφαλής φασιστικής ομάδας και νυν ηγετικός γκάνγκστερ, ένας φαύλος και σεξομανής σοσιαλιστής πολιτικός, ιερείς που εμπλέκονται σε πράξεις διαφθοράς, ο ακέραιος "μπάτσος", μέλος της ελίτ των καραμπινιέρων, προερχόμενος βέβαια από τα πιο σκοτεινά βάθη της μαφίας. Και ναρκωτικά, παντού και πάντα. Οι μηχανισμοί του εγκλήματος και της εξουσίας σφιχταγκαλιασμένοι όσο ποτέ άλλοτε.
Το βιβλίο των Κάρλο Μπονίνι & Τζανκάρλο Ντε Κατάλντο βασίζεται στους τελευταίους έξι μήνες της διακυβέρνησης Μπερλουσκόνι (Ιούνιος-Δεκέμβριος 2011) και θεωρήθηκε «προφητικό»: το τεράστιο σκάνδαλο –που ονομάστηκε Mafia capitale– ξέσπασε πράγματι έναν χρόνο μετά τη συγγραφή του. Οι σχετικές έρευνες έδειξαν ότι η πραγματικότητα ήταν πολύ χειρότερη από το βιβλίο.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Χρόνο με το χρόνο, αυξάνεται και πληθύνεται η ελληνική παραγωγή αστυνομικών βιβλίων, από νέους και νεότερους, παλιούς και δοκιμασμένους συγγραφείς σε άλλα είδη γραφής. Εντούτοις, δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμα για μια ευδιάκριτη κι αναγνωρίσιμη σχολή, αφού οι Έλληνες συγγραφείς δείχνουν επηρεασμένοι από όλες τις σχολές του εξωτερικού, παλιότερες και σύγχρονες. Θα αναφερθούμε ακροθιγώς σε μερικά από τα καλύτερα βιβλία του δεύτερου εξαμήνου της φετινής χρονιάς, και με το νέο χρόνο θα δοκιμάσουμε να ξεχωρίσουμε τις ιδιαιτερότητες και τη γενεαλογία του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος.
Εν αρχή ην η Ισμήνη Καπάνταη, με την Αστική οικία στο Χαλάνδρι (Ίκαρος), όχι μόνο λόγω εμπειρίας και ηλικίας, αλλά κι επειδή το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημά της παραπέμπει στο αστικό ύφος του Γιάννη Μαρή. Η υπόθεση διαδραματίζεται στη χρυσή δεκαετία του '90, στην Αθήνα της μίζας και της λαμογιάς, την περίοδο που το κυνήγι του χρήματος υποκατέστησε κάθε άλλη αξία. Η Ασπασία Αρναούτη, μια ηλικιωμένη εκπρόσωπος της πιο σκληρής μητριαρχίας, βρίσκεται δολοφονημένη στη βίλα της, στο Χαλάνδρι. Όλα τα μέλη της οικογένειάς της έχουν λόγο να τη σκοτώσουν, αφού η 80χρονη σιδηρά κυρία δεν αφήνει κανέναν ούτε να ανασάνει χωρίς την άδειά της. Πόσο μάλλον αφού διαχειρίζεται η ίδια αποκλειστικά την οικογενειακή επιχείρηση και μια τεράστια περιουσία. Ο αστυνόμος Πετρόπουλος βιάζεται να διαλευκάνει το φόνο, επειδή νιώθει στο σβέρκο του την ανάσα των ανταγωνιστών για το πόστο του. Ένα whodunit που θυμίζει και «έγκλημα κλειδωμένου δωματίου», με πολλά κοινωνικά σχόλια και ψυχολογικά προφίλ των ηρώων.
Η Τατιάνα Αβέρωφ δοκιμάζεται επίσης για πρώτη φορά στο αστυνομικό είδος (έχει γράψει ιστορικό μυθιστόρημα, παιδικά κι εκπαιδευτικά βιβλία, ιστορική βιογραφία, κλπ). Το Έγκλημα στον παράδεισο (Μεταίχμιο) είναι στην πραγματικότητα δύο εγκλήματα, δύο φόνοι που διαπράττονται σε μιαν ειδυλλιακή πόλη στο ορεινό σύμπλεγμα της Πίνδου. Καθώς το πρώτο θύμα είναι ο δήμαρχος του Παραδείσου, η κεντρική αστυνομική διεύθυνση των Ιωαννίνων στέλνει επί τόπου τον αστυνόμο Περικλή Γαλάνη, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει την εχθρότητα του ντόπιου συναδέλφου του, των εκκλησιαστικών αρχών, της αγροτικής γιατρού, της χήρας του θύματος. Με πείσμα και προσεκτική μελέτη των στοιχείων, ο Γαλάνης θα αλλάξει τη δυναμική του Παραδείσου και θα συλλάβει τον ένοχο των δύο φόνων. Φανταζόμαστε ήδη τη νέα περιπέτεια του Γαλάνη και της συμμάχου του, της αγροτικής γιατρού Μαρίας Λάζου.
Μπορεί οι αστυνόμοι των δύο προηγούμενων βιβλίων να έφεραν όλα τα χαρακτηριστικά του μέσου Έλληνα μπάτσου, αλλά ο ήρωας της Μιράντας Βατικιώτη, στο Μυστικό του βασιλιά των γερανιών (Πικραμένος), ο αστυνόμος Γιώργος Παπαδόπουλος είναι ο πιο αντιηρωικός αστυνομικός που έχει περάσει από τα ελληνικά αστυνομικά βιβλία. Όσο κοινό είναι το ονοματεπώνυμό του, τόσο ασυνήθιστος και παράξενος είναι ο ίδιος. Αντιπαθεί τρομερά τον βοηθό του, τον Αλέξη Αλεξάκη/Σάντσο Πάντσα της ΕΛΑΣ, κάνει γιόγκα και πιλάτες, υφίσταται αγόγγυστα τα δεκάδες τηλεφωνήματα της καταπιεστικής μαμάς του και έχει τις δικές του ιδιοσυγκρασιακές μεθόδους εξιχνίασης των εγκλημάτων που του αναθέτουν. Τον γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο της Βατικιώτη (Οι Τέσσερις Εποχές του κυρίου Ανανία), να παλεύει στη χώρα του «υπαρκτού σουρεαλισμού» που ζούμε όλοι μας. Στο Μυστικό του Βασιλιά των Γερανιών τον παρακολουθούμε να προσπαθεί να εξιχνιάσει ένα ειδεχθές έγκλημα με ρίζες στο παρελθόν – και να μη σκοτώσει τον βοηθό του και την ψυχολόγο που του φορτώνουν, ειδική στα ψυχολογικά προφίλ. Το βιβλίο κερδίζει το στοίχημα του πιο συναρπαστικού και συγχρόνως διασκεδαστικού αστυνομικού βιβλίου – χωρίς να ξεπέφτει σε εύκολες λύσεις. Ένα άλλοτε ανατριχιαστικό κι άλλοτε ξεκαρδιστικό page-turner.
Ιερώνυμος Λύκαρης είναι το ψευδώνυμο ενός ικανότατου συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων. Αυτό που γίνεται σαφές από τη γραφή του είναι ότι παίζει το μαρξισμό στα δάχτυλα, έχει ξεκάθαρη εικόνα του κόσμου μας όπως εξελίχθηκε μετά την πτώση του Τείχους και καμία αυταπάτη, αγαπάει τις διακειμενικές αναφορές και τα βιβλία του προσφέρουν πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, με τίτλο Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις (Καστανιώτης) με βάζει σε υποψίες ότι γνωρίζει αρκετά νομικά και είναι κινηματογραφόφιλος. Ο ήρωάς του είναι εισαγγελέας αποσπασμένος στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της αστυνομίας και βρίσκεται μπλεγμένος σε μια απίστευτη ίντριγκα που ξεκινάει από το θάνατο του υποδιοικητή της αστυνομίας και φτάνει ως μια εγκληματική οργάνωση που ονομάζεται «Αδελφότητα του Βορρά». Τα βιβλία του Λύκαρη είναι πολιτικά αστυνομικά και απευθύνονται σε απαιτητικούς αναγνώστες που δεν αρκούνται στο whodunit. Κάτι που φαίνεται από τα συμβολικά ονόματα που διαλέγει για τους ήρωες του: ο Κόκκινος Τράγος, ο ταξίαρχος Βάθρακας, ο υπουργός Χαμαιλέοντας, η Χήρα Αλεπού.
Στο Φάλτσο μικρόφωνο (Πικραμένος), η Ελένη Φυσέκη γράφει μια ιστορία «για φίλους, φίρμες, φήμες κι έναν φόνο». Έχοντας σπουδάσει ηχοληψία, η συγγραφέας μάς μυεί στον περίεργο κόσμο των μεγάλων μπουζουξίδικων και στην ιεραρχία όπου επικρατεί εκεί, στα κόλπα των επαγγελματιών μουσικών της πίστας, στη σλανγκ που χρησιμοποιούν, στις παγίδες που κρύβουν οι δουλειές της νύχτας. Ο Νίκος, «πρώην ροκάς και νυν επαγγελματίας ηχολήπτης», αναγκάζεται να γίνει ντετέκτιβ για να εξιχνιάσει τη μυστηριώδη εξαφάνιση του κιθαρίστα Τάκη, που τυχαίνει να είναι κολλητός του. Πιστή αναγνώστρια της Άγκαθα Κρίστι, η συγγραφέας στήνει ένα μουσικό whodunit.
Ο Βασίλης Δανέλλης, στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Νεκρές ώρες (Καστανιώτης), επιλέγει να μιλήσει με τη φωνή ενός εκτελεστή. Χρησιμοποιώντας πρώτο πρόσωπο, ο ήρωας του απευθύνεται στον αναγνώστη κι ομολογεί από την πρώτη σελίδα την κούραση του, την αφόρητη μοναξιά που τον στοιχειώνει, τα χρόνια που τον βαραίνουν. Εκτελεί τα θύματά του με απόλυτη ψυχρότητα και ψυχραιμία, ενώ συγχρόνως ονειρεύεται πώς αλλιώς θα μπορούσε να ήταν η ζωή του. Τον παρακολουθούμε από κεφάλαιο σε κεφάλαιο να εκτελεί διάφορα συμβόλαια θανάτου, να καπνίζει ασταμάτητα και να πίνει. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι φόνοι δεν είναι άσχετοι μεταξύ τους, όπως μοιάζουν εκ πρώτης όψεως.
Ένα μικρό, ολιγοσέλιδο βιβλίο που αφηγείται με λιτά εκφραστικά μέσα μια νουάρ ιστορία. Ο συγγραφέας στήνει την ιστορία του με ευφυή τρόπο, και δημιουργεί την αξιοζήλευτα νουάρ ατμόσφαιρα χωρίς περιττές λεπτομέρειες. «Δεν είναι μυθιστόρημα η ζωή μου. Μοιάζει με υβρίδιο νουβέλας και συλλογής διηγημάτων. Ναι, αυτό είναι. Εύχομαι καλή ανάγνωση στον φανταστικό αναγνώστη, πετάω το άδειο πακέτο και κατεβαίνω στο αυτοκίνητό μου».
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.