Η Σώτη Τριανταφύλλου μεγάλωσε στις κινηματογραφικές αίθουσες μαζί με τα παιδιά που εμφανίζονταν στις οθόνες.
Σκέφτομαι τον στίχο του Μποντλέρ, καθώς ξαναβλέπω «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» σ’ ένα αφιέρωμα για τον κινηματογράφο της δεκαετίας του ’60 στο «Τριανόν». Η παιδική ηλικία είναι παραδομένη στα όνειρα, σε επαναλαμβανόμενες κρίσεις πανικού
Οι ήρωες της λογοτεχνίας ζωντάνευαν κι άστραφταν στο σκοτάδι· συχνά, ο σκηνοθέτης τούς παρουσίαζε πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι τους είχα φανταστεί: o μικρός Γαβριάς στους «Αθλίους» (όπου Γιάννης Αγιάννης ήταν ο Ζαν Γκαμπέν) μου φαινόταν σαν να είχε ξεπηδήσει από τον Ντίκενς: όμως άλλο Ουγκό, άλλο Ντίκενς, ή μήπως όχι; Τα χολιγουντιανά παιδιά δεν με ενδιέφεραν και τόσο· παρ’ όλα αυτά, θυμάμαι εκείνο το ανησυχητικό δεκάχρονο αγόρι με το πομπώδες όνομα –Σπόφορντ ο Τρίτος– στο «Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές», που λέει στη Μέριλιν Μονρόε ότι έχει «ζωώδη μαγνητισμό»: ο κινηματογράφος δεν είναι καθρέφτης της πραγματικότητας, είναι μια θεσπέσια και δαιμόνια μηχανή που αλέθει και εμπλουτίζει τη μετρημένη ύπαρξη. Έτσι, τερατώδη αγοράκια ξεστομίζουν απίθανες δηλώσεις.
Τα παιδιά τού σήμερα είναι οι αυριανοί καταστροφείς, βιαστές και πολεμιστές
Kαμιά φορά, αυτή η λίγο «πειραγμένη» πραγματικότητα είναι τόσο απλή κι αστεία, όσο η ζωή χωρίς θαύματα: «Ο μικρός Νικόλας», η ιστορική σειρά περιπετειών του Ρενέ Γκοσινί, είναι μια οικογενειακή ταινία σαν εκείνες που βλέπαμε παλιά σε πρωινές προβολές στο «Σινεάκ»· λείπει η ποίηση του Ιβάν ή της «Λευκής χαίτης», μιας ταινίας που με είχε εντυπωσιάσει όταν ήμουν μικρή («το παιδί και το άλογο», όπως «το παιδί και το δελφίνι»...), αλλά δεν λείπει το παράλογο της πυρηνικής οικογένειας, εκείνος ο καθημερινός σουρεαλισμός που μας ενώνει και μας χωρίζει. Όταν, για παράδειγμα, είδα, μασουλώντας ποπ-κορν, το «National Lampoon’s European Vacation», υποπτεύθηκα ότι κάποιος συγγενής είχε πουλήσει στο Χόλιγουντ τις ιστορίες των ευρωπαϊκών ταξιδιών της ταλαίπωρης οικογένειάς μας, κατά τη διάρκεια των οποίων εμείς τα παιδιά επιδεικνύαμε περισσότερη ωριμότητα από τους μεγάλους. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου επικρατούσαν υπομονή, περιέργεια και σοφία: στο μπροστινό παιζόταν έργο του Ιονέσκο.
Η παιδική ηλικία απεικονίζεται συχνά σε αντιστοιχία με τη φύση (άλογα, δελφίνια...): στο «Ζυλ και Τζιμ», που ξαναείδα στο παραπάνω αφιέρωμα, σε μια σκηνή απόλυτης (αν και βραχύβιας) μακαριότητας, οι τρεις ήρωες τρέχουν στο λιβάδι μαζί με τη μικρή Σαμπίν, το παιδί της Κατρίν και του Ζυλ. Είναι μια υπέροχη μέρα: το παιδί είναι ο καρπός ενός έρωτα που εκπνέει.
Στον «Μικρό φυγάδα», ο μικρός Τζόι φεύγει από το σπίτι και περιπλανιέται στο Κόνι Άιλαντ επειδή πιστεύει –κατά λάθος– ότι σκότωσε τον αδελφό του: σ’ αυτή την άκρη του Μπρούκλιν, τη γεμάτη φαντάσματα και χαμένα παιδιά, ο Τζόι ζει την περιπέτεια του Κοντορεβιθούλη στο δάσος του δράκου. Το πανηγύρι του Κόνι Άιλαντ γίνεται το υποκατάστατο της εστίας: ο Τζόι, όπως ο Όλιβερ Τουίστ, όπως ο κλέφτης των ποδηλάτων, όπως ο Γκόρκι στα παιδικά του χρόνια, βρίσκει τα υλικά της ενηλικίωσης στους πέντε δρόμους. Κι εγώ, μια φορά, χωρίς να νομίζω ότι σκότωσα τον αδελφό μου, ήθελα να ακολουθήσω το κινέζικο τσίρκο που είχε στρατοπεδεύσει κοντά στο σπίτι.
Bλέποντας τη «Λευκή κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε, σκέφτομαι τον Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, για τον οποίον ο φασισμός ήταν ένα είδος λυρικού πάθους, μια εκδήλωση μαζικού προσκοπισμού, ένδοξου, παλλόμενου και θηριώδους. O Mπραζιγιάκ εκτελέστηκε το 1945 ως συνεργάτης των Γερμανών, αλλά ο φασισμός πλανιέται ακόμα πάνω από τον κόσμο: στη «Λευκή κορδέλα» ο Χάνεκε περιγράφει τη συλλογική ενοχή, το πόσο υπόκωφα εκτρέφεται το αυγό του φιδιού. Στη «Λευκή κορδέλα» τα παιδιά –η γενιά που ενεπλάκη σε δύο πολέμους– μεγαλώνουν κάτω από την απειλή τελετουργικών ποινών. Η εικόνα της κοινωνίας σε καιρό ειρήνης καθορίζει τα ενδεχόμενα και τη φύση των πολέμων: τα παιδιά τού σήμερα είναι οι αυριανοί καταστροφείς, οι αυριανοί βιαστές και πολεμιστές. Ή, αν όλα πάνε σχετικά καλά («Mέχρι την ηλικία των δώδεκα» έγραφε ο Πασκάλ «η παρτίδα έχει τελειώσει»), οι αυριανοί ταξιδιώτες με τα διεσταλμένα μάτια: η Αλίκη του Βιμ Βέντερς ατενίζει το Μανχάταν που αναβοσβήνει· η Ζαζί του Λουί Μαλ, διασχίζοντας το Παρίσι, αναφωνεί ενθουσιασμένη: «Πόσο σούπερ είναι η πόλη!». Κι ο κινηματογράφος, παρά την υπερίσχυση της μετριότητας, παραμένει ο δρόμος για εκείνο τον μακρινό παράδεισο, τον γεμάτο νερά και άμμο, άγρια άλογα και δελφίνια, που βρίσκεται πιο μακριά απ’ την Ινδία και την Κίνα.
Σώτη Τριανταφύλλου