Φεμινισμός και ηδονοβλεψία στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Της Εύης Λαμπροπούλου
Το «Κέρατο της Κατσίκας» (1972) και το «The wild boys» (2017), δυο ταινίες διαφορετικών εποχών, αιώνων και καθεστώτων, η μια μεταμοντέρνα και βλάσφημη και η άλλη ένα κλασικό, γραμμικό, ρεαλιστικό δράμα, ανοίγουν με ομαδικούς βιασμούς: έχουν την προσοχή μας.
Στην πρώτη, που βασίζεται σε γραπτό και σενάριο του μεγάλου Βούλγαρου λογοτέχνη Νικολάι Χάιτοφ, ένα ειδυλλιακό νεαρό ζευγάρι βοσκών, σε ένα βουνίσιο σκηνικό, αποπνέει καθαρό αέρα εντός και εκτός σχέσης. Όμως, τέσσερις Οθωμανοί φεουδάρχες άρχοντες μπουκάρουν στο όμορφο απομονωμένο σπίτι και βιάζουν άγρια τη γυναίκα μπροστά στο κοριτσάκι της, ενώ ο σύζυγος κοιμάται μακαρίως στο μαντρί. Η βία συμβαίνει φυσικά, αθλητικά, με γέλια και τρομερή αγριότητα, όπως στο Γκιάκ του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Πάνω στο βιασμό, καταλάθος, τη σκοτώνουν. Ο άντρας της βάζει από πόνο φωτιά στο σπίτι και παίρνει το κοριτσάκι του στο μαντρί όπου της κόβει τα μαλλιά αγορέ και διατυπώνει μια κουβέντα που αντηχεί στους αιώνες.
«Αυτός ο κόσμος δεν είναι για γυναίκες. Θα σε κάνω άντρα.»
Σε μια ταινία σχεδόν βωβή, αυτά τα λόγια εντυπώνονται στον θεατή, ειδικά αφού ακολουθούν έναν καθημερινό βιασμό, έναν παρεΐστικο βιασμό, έναν συνηθισμένο δηλαδή βιασμό της εποχής. Μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί αντίστοιχους βιασμούς στην τουρκοκρατούμενη και ανδροκρατούμενη Ελλάδα του 1700, ή στην Ινδία του 2017, ή ακόμα και στην Ευρώπη του σήμερα, με μικρότερη συχνότητα.
Η αρχετυπική αυτή ταινία βιασμού-εκδίκησης διαχωρίζει τον εγκληματικό βιασμό από την νομιμοποιημένη βία της εκδίκησης.
Ακολουθούν αιματηρά σκηνικά εκδίκησης. Ο Χάιτοφ φαίνεται να θέλει να εκδικηθεί εκ των υστέρων τους Οθωμανούς που δυνάστευαν τη χώρα του εκείνη την εποχή, αλλά και τους άντρες, εφόσον αποδεικνύεται ότι όλοι, και οι «καλοί» Βούλγαροι τελικά, είναι ικανοί για φόνο. Κυρίως όμως να εκδικηθεί τον βιασμό με το χέρι της βιασθείσας που, ως αγόρι πια, αρπάζει ένα όπλο και τους σκοτώνει έναν έναν. Όχι για την χαρά της εκδίκησης, αλλά για την αίσθηση ελέγχου και ασφάλειας που τα θύματα βιασμού χρειάζονται να επανακτήσουν – σχεδόν σαν θεραπευτική διαδικασία. Η αρχετυπική αυτή ταινία βιασμού-εκδίκησης διαχωρίζει τον εγκληματικό βιασμό από την νομιμοποιημένη βία της εκδίκησης.
Το κορίτσι που μεγάλωσε σαν αγόρι, απολαμβάνει μια βουνίσια αγορίστικη ελευθερία: ποια θα ήθελε να είναι γυναίκα το 1700; Ωστόσο, όταν ερωτεύεται επιθυμεί φουστάνια και σεξ. Η βασική γυναικεία της φύση, δηλαδή, δεν καταπαύεται λόγω της κοινωνικής συμπεριφοράς της: η λίμπιντο δεν αλλάζει.
Στον αντίποδα αυτής της άποψης, το γαλλικό «The wild boys» ισχυρίζεται ότι το φύλλο είναι κοινωνική κατασκευή, ότι με λίγη ορμονική βοήθεια μπορεί να το αλλάξει κανείς εάν το αποφασίσει, να εκτρέψει τον ρου της λίμπιντο από την άλλη μεριά.
Ανοίγει με κάτι που μοιάζει με άγριο βιασμό ενός ανδρόγυνου εξωτικού πλάσματος από κοπάδι πεινασμένων ναυτών. Συνεχίζει με άλλον έναν βιασμό μιας γυναίκας από πέντε μεθυσμένα αγόρια, που επίσης κατά λάθος τη σκοτώνουν.
Τα αγόρια είναι ατίθασα, επικίνδυνα, μπερδεμένα, ρομαντικά και σκληρά: κακομαθημένα λευκά πλουσιόπαιδα που ψάχνουν ηδονές. Αναλαμβάνει ο Καπιτάν να τα συνετίσει. Τα φορτώνει στο καΐκι, τα δένει και ανοίγονται στο πέλαγος, προς ένα νησί. Ο Καπιτάν, το σκοτεινό υποκείμενο του πόθου, είναι ψηλός, ξερακιανός, άγριος, συμπονετικός, σωφρονιστικός, το πέος του έχει τατουάζ – για όποιον θελήσει να διαβάσει κάτι. Είναι ο ιδανικός δεσμοφύλακας για το Σύνδρομο της Στοκχόλμης∙ αν και του αρέσουν οι γυναίκες, υπάρχει ερωτισμός με όλους.
Η ταινία θυμίζει το «The wild boys» του Μπάροουζ, το «The island of love», του Goto. Ο σκηνοθέτης Bertrand Mandico που ήθελε να κάνει μια περιπέτεια ανάμεσα σε Ροβινσώνα Κρούσο και Ιούλιο Βερν, εμπνεύστηκε από το ηδονιστικό Νησί της Κίρκης στην Οδύσσεια, όπου οι άνθρωποι που ξεφεύγουν μεταμορφώνονται σε γουρούνια. Στο «Wild Boys» τρώνε μάλιστα κάτι τριχωτά φρούτα (σα λωτούς) που τους αλλάζουν φύλλο. Είναι μαγευτική η σταδιακή μεταμόρφωση των αιμοβόρων αγοριών σε κορίτσια, ειδικά αφού τα αγόρια παίζουν εξαρχής γυναίκες ηθοποιοί.
Λένε, «Αν όλοι γίνουμε γυναίκες, δεν θα υπάρχουν πια πόλεμοι.»
Ο Mandico σχολιάζει τις βιαιοπραγίες ως αποτέλεσμα ακραίων αντρικών ενστίκτων και ορμονών, ως υπερβολική τεστοστερόνη. Αλλά δεν το κάνει διδακτικά: κινηματογραφεί το προσωπικό ηδονιστικό του όραμα, που είναι η κατάργηση των ορίων, η ύπαρξη ως μια μόνιμη κατάσταση μεταμόρφωσης. Όπως έχει πει, θα ήθελε να είναι έξι μήνες άντρας, έξι μήνες γυναίκα.
Η αναπαράσταση των βιασμών αυξάνει την επίγνωση της ύπαρξής τους, μήπως όμως βοηθά και στο να τους συνηθίσουμε;
Βλάσφημο όσον αφορά τους ρόλους του φύλου, αντι-πουριτανικό, αντι-μικροαστικό, ενοχλητικό και καταλάθος φεμινιστικό, το «Τhe wild boys» μιλάει δική του γλώσσα, εύγλωττη, κυρίως βωβή, κομιξάδικη. Θα μπορούσε να γίνει ο εφιάλτης των στρέιτ, η βίβλος των τρανς. Μια μέρα σε μια έρημη παραλία, θα σου πέσει το πέος σαν ώριμο φρούτο, θα βγάλεις στήθος, θα αποκτήσεις έναν χαρακτήρα απαλό, προγεστερονούχο. Ο στρατός θα γίνει ροζ, καθαρός και στρωμένος με σεμεδάκια, σύμφωνα με τα στερεότυπα. Και τότε θα σταματήσουν οι βιασμοί, αλλά και τι θα κάνουμε χωρίς τεστοστερόνη, πώς θα ζήσουμε σε μια δυστοπία δίχως άντρες; Όπως υπονοεί ο Mandico, μια ιδέα είναι όλα. Και η λίμπιντο.
Οι γυναίκες είναι ευάλωτες, βιάσιμες, αντιπολεμικές: αυτό μοιάζει να λένε οι δύο ταινίες. Και οι δύο προσφέρουν ηδονοβλεπτική ευχαρίστηση. Οι σεξουαλικές σκηνές με το εκτεθειμένο δέρμα που δεν κόπηκαν από την αυστηρή λογοκρισία, κατέστησαν το «Κέρατο της Κατσίκας» ανάρπαστο στην πουριτανική Ισπανία του '70 και την γνωστότερη ταινία της Βουλγαρίας. Το συνειδητοποιημένο κορεάτικο «Bloodless» (2017), από την άλλη, βρήκε τρόπο να προσπεράσει την εκμετάλλευση της εικόνας: ακούμε τα τακούνια της, τον φόβο της, βλέπουμε το αίμα της βιασθείσας αλλά όχι την ίδια: τελικά νιώθουμε συνένοχοι. Είναι λεπτή η γραμμή μεταξύ πολιτικής και ηδονοβλεψίας. Η αναπαράσταση των βιασμών αυξάνει την επίγνωση της ύπαρξής τους, μήπως όμως βοηθά και στο να τους συνηθίσουμε;
* Η ΕΥΗ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ είναι συγγραφέας.