Στο ποίημά της «Το φεγγάρι και η άνοιξη» η Τερέζα Κολόμ καταλήγει στην εξής παρατήρηση:
«κι όταν τα πουλιά την άνοιξη ή τις ηδονές μου διασκεδάζουν
κι ας είναι μούσες ποιητών
επιλέγω να μη γράψω».
Εδώ ακριβώς έγκειται αυτό που κάνει την Τερέζα Κολόμ τόσο καλή ποιήτρια, στον τρόπο με τον οποίο καταβυθίζεται στον φυσικό κόσμο, παρατηρώντας όλα τα πλάσματα, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου είδους, καθώς και τις αλλαγές στον κύκλο της ζωής, και καταγράφοντάς τα όλα με μεγάλη ακρίβεια. Το συστατικό αυτό καθιστά την ποίηση της ζωντανή, αληθινή και αξιοπρόσεκτη. Η ζωή, μοιάζει να μας λέει, είναι μυστηριώδης και, όμοια με τον κόκορα στην κατσαρόλα που δεν ξέρει τη συνταγή για την οποία έχει επιλεχθεί, έτσι κι εμείς δεν ξέρουμε τον ρόλο που παίζουμε σ' αυτήν, δεν ξέρουμε τη συνταγή. Μελετώντας από κοντά το ποιητικό αντικείμενο, παρατηρώντας ακόμα και τις πιο μικρές λεπτομέρειες, θίγει έμμεσα την πολυπλοκότητα της ζωής. Τις περισσότερες φορές ένα άλλο νόημα υποβόσκει σ' ένα δεύτερο επίπεδο, καθιστώντας τα ποιήματα της μυστηριώδη, βάζοντας τον αναγνώστη σε σκέψεις. [...] (Από τον πρόλογο της Άννα Κρόου)
«μια θηλιά κρέμεται απ' τον ουρανό
χάνεται σε σύμπαντα σε σιωπές
στον ακατανόητο αβυσσαλέο ίλιγγο
μια χορδή δεμένη εκεί που όλα αρχίζουν
μια θηλιά κρέμεται απ' το ταβάνι»