Στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, σε ένα καπνοχώρι του Παγγαίου τρεις νέοι αγρότες, προσφυγόπουλα και κανταδόροι στις γειτονιές των κοριτσιών, φτιάχνουν ένα μουσικό τρίο, κιθάρα, ακορντεόν και βιολί, το Τρίο Καντάδα.
Παίζουν στους γάμους και στις γιορτές του χωριού, τραγουδάνε ισπανόφωνα τραγούδια και γράφουν ένα δικό τους τανγκό. Ονειρεύονται μια καριέρα παραπέρα, όμως είναι ερασιτέχνες και δεμένοι με τον κάμπο.
Ο κιθαρίστας ήταν ο πατέρας μου. Πρόλαβα να τους γνωρίσω παιδί, τους ακολούθησα στα γλέντια και στις νυφιάτικες αυλές. Χρόνια μετά αποφάσισα να γράψω την ιστορία τους σε ένα μικρό βιβλίο, με φωτογραφίες που συμπληρώνουν το κείμενο. Ήθελα μια γραφή εξομολογητική και βιωματική, διάσπαρτη με ιστορίες αληθινές, σαν να βγαίνουν από μυθιστόρημα. Ένα βιβλίο που να ακούγεται σαν τραγούδι. Ένα τραγούδι για τον πατέρα, τους φίλους του και τη γενιά τους, μια γενιά που πάλεψε να ορθοποδήσει, που τόλμησε να ονειρευτεί με κέφι και ελπίδα.