Για το μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Του Διονύση Μαρίνου
Δύο προσεγγίσεις που εκκινούν από διαφορετική σκοπιά ενδέχεται να μας βοηθήσουν στην κατανόηση του φαινομένου. Η έννοια του φασίστα, αυτό που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα της προσωπικότητάς του, στις μέρες μας έχει αποκτήσει διασταλτική ερμηνεία. Κατ’ ουσίαν χρησιμοποιείται –εν πολλοίς– με αυθαίρετο τρόπο, ωσάν κοινωνικό placebo, με στόχο να εξοβελίσει κάθε αντίθετη άποψη στη δημόσια συζήτηση. Κι όμως, υπάρχουν διακριτά σημάδια που σχηματοποιούν με περισσή πιστότητα έναν ζηλωτή του φασισμού.
Προσφεύγει στην κοινωνική απογοήτευση, έχει εμμονή με μια θεωρία, οι εχθροί του είναι ωσαύτως δυνατοί και αδύναμοι, ο πασιφισμός είναι εμπόριο του εχθρού, απεχθάνεται τους αδύναμους, λατρεύει τους ήρωες, είναι σοβινιστής, προσκολλάται στον εκλεκτικό λαϊκισμό και χρησιμοποιεί νεολογισμούς για να δώσει εξηγήσεις σε κοινωνικά ζητήματα.
Ο Ουμπέρτο Έκο είχε κατηγοριοποιήσει τα χαρακτηριστικά που φέρει ένας φασίστας (πούρος ή υπό εκκόλαψη) και είχε δημιουργήσει μια λίστα με 14 σημεία «αιχμής». Αυτή η πρώτη προσέγγιση, μάλλον, μας βάζει κατευθείαν στην ουσία του νέου μυθιστορήματος του Νίκου Ξένιου. Αν μελετήσουμε τα 14 σημεία του Έκο παράλληλα με την ψυχοσύνθεση του κεντρικού ήρωα του βιβλίου, του καθηγητή Ιστορίας Άλκη Δομέστικου, θα βρούμε αρκετές συσχετίσεις κι ακόμη περισσότερες απαντήσεις.
Σε τι πιστεύει, άραγε, αυτός ο άνθρωπος; Από ποια στοιχεία συγκροτείται η βασική δομή του χαρακτήρα του; Όσο κι αν ο ίδιος πασχίζει να βρει απαντήσεις μέσα στη γενικευμένη ρευστότητα του εσωτερικού του βίου, το σταδιακό γλίστρημά του προς τα άκρα είναι αναπόφευκτο. Η έλξη, άλλωστε, που ασκούν τα άκρα σε ανθρώπους που δεν είναι σε θέση να εκλογικεύσουν τις υπαρξιακές διερωτήσεις τους είναι αυταπόδεικτη. Με την επίρρωση του Έκο: ένας φασίστας λατρεύει την παράδοση, απορρίπτει κάθε ιδέα μοντερνισμού, λατρεύει τη δράση για χάρη της δράσης, θεωρεί προδοτική συμπεριφορά κάθε διαφωνία με τις θέσεις του, φοβάται το διαφορετικό. Επιπροσθέτως: προσφεύγει στην κοινωνική απογοήτευση, έχει εμμονή με μια θεωρία, οι εχθροί του είναι ωσαύτως δυνατοί και αδύναμοι, ο πασιφισμός είναι εμπόριο του εχθρού, απεχθάνεται τους αδύναμους, λατρεύει τους ήρωες, είναι σοβινιστής, προσκολλάται στον εκλεκτικό λαϊκισμό και χρησιμοποιεί νεολογισμούς για να δώσει εξηγήσεις σε κοινωνικά ζητήματα.
Είναι όλα αυτά ο Δομέστικος; Οχι, αλλά πολλά από αυτά δίνουν τον τόνο στις πράξεις και τις σκέψεις του. Ωστόσο, πώς γίνεται ένας άνθρωπος ανώτερης μόρφωσης, με σπουδές στο Παρίσι, καθηγητής σε πανεπιστήμιο, με ευρύτητα γνώσεων και παραστάσεων από τον κόσμο να εκκολάπτει μέσα του το αυγό του φιδιού; Η Χάνα Αρεντ έχει τη δική της απάντηση σ’ αυτό – κι τούτη είναι η δεύτερη προσέγγιση που μπορεί να μας βοηθήσει να στοχαστούμε πάνω στην περίπτωση του Άλκη Δομέστικου. Το μεθοδολογικό λάθος που κάνουμε συχνά είναι να θεωρούμε πως ο φασίστας είναι μια «ιδιότυπη» μορφή ανθρώπου. Τον δαιμονοποιούμε λες κι από τη φύση του φέρει κάτι το στρεβλά ξεχωριστό. Η Άρεντ πολύ νωρίς μίλησε για την κοινοτοπία του κακού.
Ως άλλος μύκητας, το κακό μπορεί να κυριεύσει τους πάντες και τα πάντα. Ακόμη κι έναν καθηγητή πανεπιστημίου. Πόσο μάλλον έναν άκρως ιδιοσυγκρασιακό άνθρωπο που πάσχει από μεγαλομανία, που φτάνει στο σημείο να παραποιεί την επίσημη Ιστορία (τι παράδοξο: είναι ιστορικός) για να «βελτιώσει» το παρελθόν των προγόνων του και που έχει μάθει να καταπιέζει τις επιθυμίες του. Ο Δομέστικος παλεύει διαρκώς μέσα του με αμφίρροπες δυνάμεις. Σε προσωπικό, συναισθηματικό, σεξουαλικό επίπεδο είναι μια κινούμενη άμμος μέσα στην οποία πνίγεται ο εαυτός του. Είναι ένας άνθρωπος που δεν γελάει ποτέ (για λόγους που θα εξηγηθούν στο τέλος), που διάγει μονήρη βίο ακόμη και όταν παντρεύεται και αποκτάει παιδί. Είναι σε διαρκή κίνηση ανά την Ευρώπη, κι όμως ο μέσα κόσμος του αναζητεί επί ματαίω μια σταθερότητα. Αποζητάει την αγάπη αφού προηγουμένως έχει στρέψει τα νώτα του σ’ αυτήν. Τη στιγμή που θεωρεί πως είναι σε θέση να προβάλλει τις σταθερές της ζωής του (επάγγελμα, οικογένεια, επιρροή), αυτό που τον συνέχει εσωτερικά είναι αδιαμόρφωτο. Οδηγείται σε μια κατάσταση άπωσης από την τύρβη του κόσμου. Εντέλει, σε μια κατάσταση απάθειας και πλήρους ουδετεροποίησης.
Ο Δομέστικος παλεύει διαρκώς μέσα του με αμφίρροπες δυνάμεις. Σε προσωπικό, συναισθηματικό, σεξουαλικό επίπεδο είναι μια κινούμενη άμμος μέσα στην οποία πνίγεται ο εαυτός του.
Αυτό που τον ξεγυμνώνει στα μάτια μας είναι η απόφαση του Ξένιου να δώσει τον λόγο σε ανθρώπους που τον γνώρισαν. Σε αντίθεση με το πρώτο μέρος όπου ο Δομέστικος μιλάει για τον εαυτό του μέσω των ημερολογιακών καταγραφών του (άρα μας στέλνει παραπειστικά μηνύματα για το ποιόν του), στη συνέχεια μαθαίνουμε πολλά περισσότερα γι’ αυτόν μέσα από τα μάτια των άλλων (η αφήγηση της οικιακής βοηθού του, του γιου του ή της δυναμικής και λογοκρατούμενης εξαδέλφης του είναι δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις). Αυτά τα σημεία του μυθιστορήματος είναι τα πλέον καθοριστικά, καθώς «κυκλώνουν» τον ήρωα και μας τον παρουσιάζουν στην ολότητά του.
Αν υπάρχει μια εξήγηση για να την υπαρξιακή καταβύθιση του Δομέστικου, αυτή θα πρέπει να αναζητεί στο απώτατο παρελθόν του. Τόσο μακρινό που στον ίδιο έρχονται απόηχοι και θολές εικόνες. Προέρχονται από την πυρκαγιά στην εβραϊκή συνοικία Κάμπελ της Θεσσαλονίκης το 1931. Μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας, τις οποίες αρκετοί συμπατριώτες μας εξακολουθούν να θέλουν να αποκρύψουν. Αυτή η μυστική σχέση του γεγονότος με τον ψυχισμό του θα αποκαλυφθεί έκτυπα στον Δομέστικο σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Βερολίνο, όπου θα έρθει αντιμέτωπος με πρόσωπα και καταστάσεις που καθόρισαν υπόγεια τη ζωή του.
Ο Νίκος Ξένιος έχει γράψει μια συλλογή διηγημάτων (Το άχτι, Φαρφουλάς), μια νουβέλα (Ένα τριάρι για τον Οιδίποδα, Φαρφουλάς) και ένα μυθιστόρημα (Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία, Κριτική). Έχει γράψει το πρώτο του θεατρικό έργο, ενώ η παράσταση βρίσκεται στο στάδιο του pre-production. |
Ο Ξένιος ανοίγει τη βεντάλια των θεματικών του εμπλέκοντας τον Δομέστικο, καίτοι ο ίδιος επιθυμεί επιμόνως να μείνει αθώος του αίματος. Όλα τα ιστορικά γεγονότα της Ευρώπης που καθόρισαν την πορεία της στον 20ό αιώνα περνούν μέσα από το μυθιστόρημα και ουσιαστικά υπερτονίζουν την απουσία σχέσης του ήρωα μ’ αυτά. Τον διέτρεξαν, αλλά δεν τον διαπέρασαν. Τα βίωσε, αλλά δεν τα αισθάνθηκε. Τουλάχιστον φαινομενικά διότι θα αποδειχθεί ότι τον έσκαψαν υπογείως.
Ο Δομέστικος, μέσα στην πλήρη απουσία οικείων προσώπων και αναφορών, οδηγείται σταδιακά σε παραληρηματική κατάσταση πέφτοντας σε ένα προσωπικό τέναγος, από το οποίο δεν είναι σε θέση πλέον να ξεφύγει. Οι τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος έχουν την απαραίτητη υφολογική πυκνότητα έτσι ώστε να μας «εισάγουν» στα ενδότερα του ταραγμένου του μυαλού. Εκεί μέσα ο Δομέστικος γίνεται ο «Βασιλιάς των παιχνιδιών». Μια απωθημένη εικόνα από τον ίδιο, καθώς προέρχεται από την παιδική του ηλικία και τον διωγμό των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη. Αυτά τα παιχνίδια, οι κούκλες, μαζί με τη δραστική ισχύ των αναμνήσεων, θα τον φέρουν πρόσωπο με πρόσωπο με το πιο βαθύ και σκοτεινό εγώ του.
Μια απωθημένη εικόνα... Αυτά τα παιχνίδια, οι κούκλες, μαζί με τη δραστική ισχύ των αναμνήσεων, θα τον φέρουν πρόσωπο με πρόσωπο με το πιο βαθύ και σκοτεινό εγώ του.
Φευ, είναι μόνος του, ουδείς άλλος μπορεί να στέρξει να τον βοηθήσει. Ούτε η γυναίκα του (μια καλλιτεχνική φύση, ολότελα διαφορετική απ’ αυτόν), ούτε ο γιος του, ούτε η «καρτεσιανή» εξαδέλφη του, ούτε ο νεαρός Ζακ που έχει πάρει υπό την προστασία του, ούτε οι παράνομοι εραστές του στις νυχτόβιες περιπλανήσεις του. Είναι, πλέον, μόνος μέσα στα βάθη του εγώ του.
Ο Ξένιος φτιάχνει ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα μιλώντας για τα «σημερινά» δίχως το άγχος να γίνει συγκαιρινός. Ενώνει κομμάτι-κομμάτι τις ψηφίδες που συγκροτούν τον ήρωά του (αξίζει να δούμε τις διαφορετικές φωνές που ακούγονται μέσα στο μυθιστόρημα και τις υφολογικές περιελίξεις) και μας τον παρουσιάζει δίχως καμία διάθεση να τον δικαιώσει ή τον υπερασπιστεί. Αυτό που μένει –και είναι το πιο ουσιαστικό– είναι ένα λάκτισμα στις βεβαιότητές μας κι ένα ρίγος για το πώς μπορεί να γεννηθεί ένας φασίστας της διπλανής πόρτας.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Το τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδ. Μελάνι.
→ Στην κεντρική εικόνα: πίνακας του Felix Nussbaum (1904-1944).