Για το βιβλίο της Παρήνας Δουζίνα-Στειακάκη «Σταύρος Νιάρχος. Ο αρχηγός του στόλου. Με τα μάτια του πατέρα μου» (Μικρές Εκδόσεις).
Της Διώνης Δημητριάδου Βιογραφία του Σταύρου Νιάρχου; Όχι ακριβώς. Κατ’ αρχάς είναι ένα χρέος της Παρήνας Δουζίνα προς τον πατέρα της. Το βιβλίο αυτό βασίζεται στις σημειώσεις του Νικόλαου Δουζίνα, που υπήρξε στενός συνεργάτης του μεγάλου εφοπλιστή –και τώρα πλέον ευεργέτη της πατρίδας του– αλλά και στις κατά καιρούς προφορικές διηγήσεις του. Όχι πλήρης βιογραφία, λοιπόν. Είναι μια καταγραφή της εξέλιξης του Σταύρου Νιάρχου ως επιχειρηματία αλλά και ως προσωπικότητας, πάντα μέσα από το πρίσμα των βιωμάτων του πατέρα της συγγραφέως, αλλά και μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που ζει σε ένα σπίτι όπου η παρουσία του Νιάρχου είναι καταλυτική, καθόσον δεν ήταν καθόλου περίεργο ένα τηλεφώνημα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα να στείλει αμέσως τον πατέρα της από τη μια άκρη της γης στην άλλη. (από τον πρόλογο του Δημήτρη Μπούκουρα)Όχι βιογραφία, λοιπόν, αλλά μια σκιαγράφηση της προσωπικότητας του πολυσυζητημένου (για τον βίο και τα πεπραγμένα του) Σταύρου Νιάρχου, μέσα από τη ματιά του Νίκου Δουζίνα (αρχιμηχανικού και στενότατου συνεργάτη του από την αρχή σχεδόν της εφοπλιστικής του δραστηριότητας ως τη γιγάντωση των επιχειρήσεών του) και στην ουσία μέσα από την αφήγηση της Παρήνας Δουζίνα, κόρης του Νίκου. Αποκτά, έτσι, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτή η εικόνα του Νιάρχου, γιατί έρχεται σε μας όχι με την αυστηρότητα ενός βιογράφου, ούτε με την ελαφρότητα μιας δημοσιογραφικής (κουτσομπολίστικης εν πολλοίς) καταγραφής γεγονότων. Από τη μία η βαθιά γνώση του ανθρώπου, όπως τον γνώρισε ο στενός του συνεργάτης, και από την άλλη κάποιες λεπτομέρειες, που ίσως μόνον η ματιά ενός παιδιού μπορεί να απομονώσει και να διασώσει. Και παράλληλα ένας κόσμος που άλλαζε στη βάση του αλλά και στα σημεία του, μια Ελλάδα που την εικόνα της διαβάζουμε μεταλλασσόμενη μέσα σε τριάντα περίπου χρόνια.
Ο Νιάρχος παρουσιάζεται με όλη τη δύναμη επιβολής που διέθετε, απόρροια και του πλούτου αλλά και της έντονης δραστηριότητας που η εκρηκτική του προσωπικότητα υπαγόρευε. Ένας άνθρωπος με στιλ, με φινέτσα, με θάρρος αλλά και θράσος όταν χρειαζόταν. Αυστηρός με τους συνεργάτες του, αρνούμενος να δεχθεί την ανικανότητα, τη νωθρότητα και την ανοησία.
Έχω την εντύπωση πως είναι από τα βιβλία που δημιουργούν αναπόφευκτα θόρυβο γύρω τους. Αλλά και που δύσκολα μπορείς να διαψεύσεις τους αυτόπτες και αυτήκοες μάρτυρες της αλήθειας του. Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά;
Ο Νιάρχος παρουσιάζεται με όλη τη δύναμη επιβολής που διέθετε, απόρροια και του πλούτου αλλά και της έντονης δραστηριότητας που η εκρηκτική του προσωπικότητα υπαγόρευε. Ένας άνθρωπος με στιλ, με φινέτσα, με θάρρος αλλά και θράσος όταν χρειαζόταν. Αυστηρός με τους συνεργάτες του, αρνούμενος να δεχθεί την ανικανότητα, τη νωθρότητα και την ανοησία. Με αλάνθαστο κριτήριο στην επιλογή των ανθρώπων, στους οποίους στήριζε τα μεγαλόπνοα σχέδιά του. Ταυτόχρονα οξύθυμος, νευρικός, βίαιος και συχνά άδικος, κυρίως με τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Η λογική του ισχυρού ανδρός που όλοι πρέπει να τον φοβούνται και να τον υπακούουν. Αλλά και η δύναμη να υλοποιεί τα σχέδιά του. Δυο όψεις ενός και του αυτού, αλληλοσυμπληρούμενες. Και πάντα σε ανταγωνιστική διάθεση με τον σύγγαμπρό του Αριστοτέλη Ωνάση. Οι δύο ισχυροί άνδρες σε μια διαρκή διαμάχη επικράτησης που αφορούσε τα πάντα, από τα μεγαλόπνοα επενδυτικά έργα μέχρι τις λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής.
Είναι αλήθεια πως όσο περισσότερο αποκαλύπτονται στοιχεία της ζωής του, τόσο το ύψος μειώνεται και έρχεται στα μέτρα ενός «κοινού θνητού». Αδυναμίες, μικρότητες, καθημερινές συνήθειες, θυμοί και ζήλιες, έρωτες, απιστίες και τόσα άλλα.
Επανερχόμενη συχνά στην αντιπαλότητα των δύο ανδρών η Παρήνα Δουζίνα, για να ερμηνεύσει εν πολλοίς τη διαρκή άνοδο και των δύο, παραθέτει τα βασικά τους χαρακτηριστικά με έμφαση ισόποση. Έτσι γίνεται αποτελεσματικότερη η σκιαγράφηση του Νιάρχου, ενός χαρακτήρα στον αντίποδα του Ωνάση, ωστόσο τόσο όμοιου μ’ αυτόν ως προς την επιδίωξη της μέγιστης απολαβής. Σε ανθρώπους του διαμετρήματος αυτών των δύο εμβληματικών Ελλήνων φαίνεται πως όλα συγκλίνουν σ’ αυτόν τον στόχο, μπροστά στον οποίο υποχωρούν όλα τα άλλα μεγέθη, μικρά ή μεγάλα της προσωπικής τους ζωής. Διαβάζοντας αναρωτιέμαι αν ένας άνθρωπος όπως ο Νιάρχος θα μπορούσε να είναι συμπαθής. Είναι αλήθεια πως όσο περισσότερο αποκαλύπτονται στοιχεία της ζωής του, τόσο το ύψος μειώνεται και έρχεται στα μέτρα ενός «κοινού θνητού». Αδυναμίες, μικρότητες, καθημερινές συνήθειες, θυμοί και ζήλιες, έρωτες, απιστίες και τόσα άλλα. Ίσως να πίστευε κάποιος πριν διαβάσει το βιβλίο πως ένας τόσο στενός και για τόσο πολλά χρόνια συνεργάτης του θα εκθείαζε τον άντρα.
Ωστόσο ο Νίκος Δουζίνας, όπως φαίνεται από την αφήγηση της κόρης του, είχε την κρίση να τακτοποιεί μέσα του τα υπέρ και τα κατά του αφεντικού του. Πολλές φορές έλεγε ο πατέρας μου ότι ως άνθρωπο, πες τον ό,τι θέλεις, καθίκι, γαϊδούρι κ.λπ. ως μυαλό όμως, ως επιχειρηματίας, είναι μια πραγματική ιδιοφυΐα.
Ο Σταύρος Νιάρχος |
Γιατί στην πραγματικότητα έτσι τον έβλεπε τον Νιάρχο. Ήταν το αφεντικό, τον σεβόταν, τον θαύμαζε για τα όσα σπουδαία υλοποιούσε, αλλά τον κατέκρινε για τα όσα στραβά κι ανάποδα παρατηρούσε στη συμπεριφορά του. Απολύτως συνεπής ο ίδιος στην προσωπική του ηθική, δεν κατανοούσε τον τρόπο που φερόταν, για παράδειγμα, στην (κατά γενική ομολογία) αξιαγάπητη Ευγενία, τη σύζυγό του. Όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό της, γράφει η Παρήνα Δουζίνα:
Η εργασία του Δουζίνα στις επιχειρήσεις του Νιάρχου είχε φυσικά μεγάλες οικονομικές απολαβές, που του πρόσφεραν μια άνετη ζωή. Βρισκόταν στην υπηρεσία (και στη διάθεση όμως) ανά πάσα στιγμή του εργοδότη του, που αγνοούσε ότι οι υπάλληλοί του και οι συνεργάτες του είχαν και την ανάγκη μιας ιδιωτικής στιγμής. Επιτέλους, μετά από δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες, μπόρεσε να αποδεσμευθεί παραιτούμενος από τη συνεργασία με τον Νιάρχο, που εκτός των άλλων έβλαψε και την υγεία του.
Τότε δέχθηκε πρόταση συνεργασίας από το «αντίπαλον δέος», τον Ωνάση. Η απάντησή του στην πραγματικά δελεαστική προσφορά ήταν αρνητική.
Ξετυλίγεται, με ιδιαίτερη γλαφυρότητα, η εικόνα της Ελλάδας της δεκαετίας του ’50 και του ’60, με την προσπάθεια ανοικοδόμησης, τις ανισότητες στα οικονομικά μεγέθη, τη δημιουργία των Ναυπηγείων, τις καθελκύσεις των πλοίων, τους διάσημους προσκεκλημένους, τα πολυτελή κότερα και τα ιδιόκτητα νησιά, τα ευτράπελα γεγονότα [....] Μια άλλη Ελλάδα, πιο αθώα ίσως, πιο επεισοδιακή, πιο ξεχασμένη σήμερα.
Στην αφήγηση της Παρήνας Δουζίνα, με ιδιαίτερη γλαφυρότητα, ξετυλίγεται η εικόνα της Ελλάδας της δεκαετίας του ’50 και του ’60, με την προσπάθεια ανοικοδόμησης, τις ανισότητες στα οικονομικά μεγέθη, τη δημιουργία των Ναυπηγείων, τις καθελκύσεις των πλοίων, τους διάσημους προσκεκλημένους, τα πολυτελή κότερα και τα ιδιόκτητα νησιά, τα ευτράπελα γεγονότα που τα περισσότερα δεν καταγράφηκαν ποτέ. Μια άλλη Ελλάδα, πιο αθώα ίσως, πιο επεισοδιακή, πιο ξεχασμένη σήμερα. Τι θα σήμαινε, για παράδειγμα, σήμερα ο όρος «Σπετσοπουλάρχης», που είχε τότε δοθεί στον υπεύθυνο όλων των διακανονισμών που αφορούσαν τη Σπετσοπούλα, το νησί του Νιάρχου; Ή πόσοι άραγε θα νιώσουν τη μαγεία που διακατείχε το κοινό της Επιδαύρου, όταν παρακολουθούσε την Κάλλας να ιερουργεί τραγουδώντας; Μια σειρά από στοιχεία που όλα μαζί δένουν σε μια τοιχογραφία της τότε Ελλάδας, παρέχοντας ταυτόχρονα πλούσιο αδημοσίευτο φωτογραφικό υλικό, αφού ο Νίκος Δουζίνας ήταν μανιώδης φωτογράφος και φρόντιζε να απαθανατίζει πολλές από τις δραστηριότητες του Νιάρχου και των συν αυτώ.
Στον επίλογο του βιβλίου η συγγραφέας θα συνοψίσει για τον Νιάρχο:
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.