Η καθημερινότητα ως πολιτική
Του Μιχάλη Μοδινού*
Λίγους μήνες πριν μας αφήσει προ πενταετίας −τον Μάιο του 2008−, ο εκδότης του ιστορικού περιοδικού «Ο Πολίτης» Άγγελος Ελεφάντης μού αφιέρωσε ένα από τα τελευταία του κείμενα. Επρόκειτο για ένα περί δασών άρθρο του που δημοσιεύθηκε σχεδόν ταυτόχρονα στα «Ενθέματα» της «Αυγής» και στον «Πολίτη». Οι αφιερώσεις σε άρθρα δεν συνηθίζονται –αυτό το ξέρουμε όλοι–, και πάντως δεν συνηθίζονταν από τον Άγγελο. Η χειρονομία με συγκίνησε καθώς είχα μόλις βγει από ένα σοβαρό χειρουργείο. Τότε δεν μπορούσα να ξέρω ότι θα αποκτούσε το νόημα ενός ύστατου χαιρετισμού. Εγώ είμαι ακόμη εδώ. Ανταποδίδω την χειρονομία.
Το ότι το πιο πάνω άρθρο αναφερόταν στα δάση δεν είναι άνευ σημασίας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, κι ενώ οι ιδεολογικοί αγώνες έδιναν και έπαιρναν, ο «Πολίτης» εμπλούτισε την πολιτική προβληματική του με κείμενα που άπτονταν της καθημερινότητας: άρθρα για την πολεοδομία και τη χωροταξία, το κυκλοφοριακό και την αστικοποίηση, τη βιομηχανική και τη γεωργική ανάπτυξη, την υγεία και την περιφερειακή ανάπτυξη, τα δάση και τον τουρισμό ήρθαν να εμπλουτίσουν συστηματικά την κλασσική πολιτική –ιστορική– φιλολογική κατεύθυνση του περιοδικού. Το ιστορικό τεύχος 46 του Σεπτεμβρίου του 1981 που συνέπεσε με την «Αλλαγή» επικύρωσε με σαφή τρόπο αυτή την πορεία. Ο «Πολίτης» ήταν ένα εργαστήρι ιδεών που δεν υπηρετούσε απλώς την «υψηλή πολιτική» και τον θεωρητικό λόγο της αριστεράς, αλλά έμπαινε στα χωράφια της καθημερινότητας βουτώντας στα βαθιά νερά άλλων επιστημονικών ηπείρων και διευρύνοντας την πολιτική ατζέντα. Πολιτική γίνονταν τα σκουπίδια και το πράσινο, το νέφος και οι πυρκαγιές, η βιομηχανία και οι συνθήκες εργασίας. Μ’ έναν έμμεσο τρόπο, δηλωνόταν έτσι ότι δεν ενδείκνυται να περιμένουμε την κατάρρευση του καπιταλισμού για να ασχοληθούμε με όλα τα πιο πάνω∙ ότι αντίθετα, ασχολούμενοι συστηματικά μαζί τους μπορούσαμε να αλλάξουμε σταδιακά τον κόσμο. Μεταρρυθμισμός; Ίσως – πάντως επαναστατικός μεταρρυθμισμός.
Εννοείται ότι πνευματικός ηγέτης σ’ αυτό τον εμπλουτισμό της προβληματικής του περιοδικού ήταν, όπως πάντα, ο Άγγελος. «Κάποτε πιστεύαμε ότι αν είσαι καλός αριστερός, μπορείς να είσαι και καλός χειρουργός», μου έλεγε ένα ηλιόλουστο απόγευμα στην οδό Κέκροπος, στην Πλάκα, όπου στεγάζονταν τα γραφεία του περιοδικού, μετά από κάνα δυο τσίπουρα. «Τα αποτελέσματα τα ξέρουμε», είχε προσθέσει σκεφτικός. Ήταν λίγο πριν από τις δημοτικές εκλογές του ’90 και ο Άγγελος είχε στηρίξει ενθουσιωδώς την κοινή «κοκκινοπράσινη» κάθοδο στο Δήμο της Αθήνας. Πίστευε ακόμη στην αλλαγή της καθημερινότητάς μας. Πίστευε στην διαχείριση των σκουπιδιών ως βάση για την πολιτική. Πίστευε στα γήινα πράγματα. Είχα τη τιμή να είμαι επικεφαλής εκείνου του ψηφοδελτίου. Πήραμε 2% με αντιπάλους την Μελίνα και τον Τρίτση. Ο νεαρός τότε Συνασπισμός είχε επισήμως στηρίξει την Μελίνα. Δικαίωμά του, εννοείται...
Του Άγγελου του άρεσε να μιλάει για τα δάση, τα βουνά, την ύπαιθρο, την ελληνική περιφέρεια. Είχα εκπλαγεί όταν είχε δεχθεί, αρχές του ’80, την δημοσίευση μερικών εξαντλητικών κειμένων μου για τους Δασικούς Πόρους, την Περιφερειακή Πολιτική, την Χωροταξία του Πηλίου και την Εκτροπή του Αχελώου. Με ενθάρρυνε να συνεχίσω. Μέσα του πάλευε πάντα με το μεγάλο ερώτημα του πώς και γιατί αποψιλώθηκε πληθυσμιακά και περιβαλλοντικά η ελληνική περιφέρεια. Έγραψε και ο ίδιος πολλά σχετικά κείμενα. Του άρεσε να μιλάει για τη Μήλο και την Ευρυτανία, για τον Θεσσαλικό Κάμπο και τα ποτάμια της Μακεδονίας. Πρότεινε διαρκώς βιβλία, σε βοηθούσε να ξαναανακαλύψεις τους παλιούς. Παρά το ότι είχε μια δικαιολογημένη καχυποψία προς την οικολογική σκέψη ως διαφεύγουσα από το κλασσικό μαρξικό σχήμα παραγωγικές δυνάμεις /σχέσεις παραγωγής, ήταν εκείνος που έγραψε ένα έξοχο σύντομο κείμενο στον Δεκαπενθήμερο Πολίτη για την ιστορία του περιβαλλοντικού κινήματος και τη σχέση του με την αριστερά, το Μάη του ’68 και την ριζοσπαστική κριτική της ανάπτυξης. Πολλά από όσα γράφτηκαν στη συνέχεια από εμένα και άλλους βασίσθηκαν σ’ αυτό το κείμενο. Όπως άλλωστε και σε ένα προγενέστερο προφητικό κείμενο του Αριστείδη Μπαλτά που καταλόγιζε στο οικολογικό κίνημα τη θεμελιώδη υπόθεση εργασίας του: ότι η κοινωνία είναι οικοσύστημα. Όμως ο Άγγελος κατανοούσε σε βάθος ότι η κριτική του καπιταλισμού και η κριτική της ανάπτυξης δομούσαν δύο διαφορετικές κατευθύνσεις στην ριζοσπαστική αριστερή σκέψη. Γι’ αυτό, τον Οκτώβρη του ’84, τη βραδιά που ανακοινωνόταν η ίδρυση της Νέας Οικολογίας και αναλάμβανα εκδότης της μού είπε με ελαφρά παλλόμενη φωνή: «Από ΄δω και πέρα θα είμαστε ιδεολογικοί αντίπαλοι». Καταλάβαινα καλά τι εννοούσε.
Ο «Πολίτης» φιλοξένησε έκτοτε σπουδαία θεωρητικά κείμενα για τη σχέση αριστεράς και οικολογίας. Ατυχώς, η επί δεκαπενταετία –μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘90– αποκλειστική ενασχόλησή μου με την Νέα Οικολογία δεν μου επέτρεπε να συμβάλω ιδιαίτερα από τις στήλες του «Πολίτη» στις σχετικές συζητήσεις. Όμως ήμουν παρών, σε μια παράλληλη πορεία, αναζητώντας τα σημεία σύγκλισης των δύο ρευμάτων, πάντα υπό την καθοδηγητική σκιά του Άγγελου. Και διαπράττοντας τα δικά μου λάθη – για τα οποία φέρω φυσικά την αποκλειστική ευθύνη.
Πίσω όμως από τις μεγάλες θεωρίες κρύβονται καλά οι ανθρώπινες ευαισθησίες. Συχνά, πίσω από τις αποτυχίες των μεγάλων αφηγήσεων κρύβονται οι συγκρούσεις της καθημερινότητας. Ο Άγγελος Ελεφάντης τα γνώριζε καλά όλα αυτά, αλλά παρέμεινε πιστός στον θεσμικό του ρόλο: του πνευματικού καθοδηγητή της Αριστεράς. Περήφανος, μού απαριθμούσε λίγους μήνες προ του τέλους του εκατοντάδες ή και χιλιάδες ανθρώπους που πρωτοεμφανίστηκαν στον «Πολίτη» για να γίνουν στην συνέχεια πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί. Αυτό που δεν έλεγε, για λόγους σεμνότητας, ήταν πως οι επάλληλοι κύκλοι που δημιούργησε η αρθρογραφία στον «Πολίτη» επέδρασε αποφασιστικά στην πνευματική παραγωγή και τις πολιτικές διεργασίες σ’ αυτό τον τόπο επί τρεισήμισι συναπτές δεκαετίες. Χωρίς καμιά αμφιβολία, υπήρξε ο κατ΄ εξοχήν πνευματικός καθοδηγητής δύο γενεών ανθρώπων και θα παραμείνει μέσω του έργου του για πολλά ακόμη χρόνια. Χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή μη διστάζοντας να τοποθετηθεί στα καθημερινά, να μπλέξει με τα τετριμμένα, ν’ ανασκαλέψει τα κακώς κείμενα.
Ο Άγγελος Ελεφάντης δεν έγραψε ακαδημαϊκά pαpers, γι’ αυτό και δεν έγινε πανεπιστημιακός. Διατήρησε μέχρι τέλους την πνευματική του ανεξαρτησία, γεγονός που αντανακλάται στο ρέον, ζωντανό, ενίοτε πολεμικό ύφος της γραφής του, μέσω της οποίας ανήγαγε τα απλά και τετριμμένα σε μείζονα ζητήματα της καθημερινότητάς μας. Ουδέποτε πάντως κατηγόρησε τους συντρόφους που υπέταξαν ιδεολογία και επιστημονική κατάρτιση στη θεσιθηρία και τον ακαδημαϊκό ανταγωνισμό. Ουδέποτε επέτρεψε να εκδηλωθεί πικρία για τα εκατομμύρια που απορροφούνταν σε αμφιβόλου ποιότητας ερευνητικά προγράμματα, για τη μανιώδη καταδίωξη των περίφημων «κοινοτικών κονδυλίων», για τη μετατροπή της πνευματικής παραγωγής σε δημοσιεύσεις με το μέτρο. Ο Άγγελος, ασκητικός και μονήρης, αντιπάλευε φαντάσματα στον χώρο των ιδεών. Ως το τέλος παρέμεινε δάσκαλος, ζώντας την καθημερινότητά του ως πολιτική κι επιχειρώντας να την εμπλουτίσει με λίγο κρασί, μια χορτόπιτα και πολλή συζήτηση για μακρινά ταξίδια. «»
* Ο Μιχάλης Μοδινός είναι περιβαλλοντολόγος και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα "Η σχεδία", κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΕΦΑΝΤΗ