του Δημήτρη Αργασταρά
Στην αρχή, στο ξεκίνημα, είναι πάντα σκοτεινά. Μετά έρχεται το φως, σιγά σιγά. Αυτή θα μπορούσε να είναι η φράση-μότο του πρώτου λογοτεχνικού βιβλίου της Μαρίας Βλαντή "Μετά έρχεται το φως, σιγά σιγά" που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μαγικό Κουτί.
Η νεαρή ηρωίδα της, η Μέλια, σπουδάζει Καλές Τέχνες στο Παρίσι και παράλληλα εργάζεται ως ταξιθέτρια σε ένα σινεφίλ κινηματογράφο, νιώθει όμως έντονο άγχος και υπαρξιακή αγωνία για το μέλλον της σε ένα κόσμο άγνωστο κι απειλητικό. Κάτι, κρυφό και σοφότερο, θα είναι εκεί για να την βοηθήσει, θα την οδηγήσει σε ένα μυστικό ταξίδι μέσα από πύλες-κόσμους, χρησιμοποιώντας τις ταινίες που βλέπει κάθε φορά, για να μπορέσει να βρει τις απαντήσεις της για την ζωή και μία νέα θέση μέσα στον κόσμο. Θα τα καταφέρει; Κάποιοι βγαίνουν μέσα από τις ταινίες, άλλοι μπαίνουν μέσα σε αυτές…
Σπουδές για την Τέχνη, στην Γαλλία, αγάπη για την ζωγραφική και τον κινηματογράφο... Μοιάζει να μοιράζεστε αρκετά κοινά στοιχεία με την ηρωίδα σας. Σε ποιό βαθμό το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό ; Ποια είναι η δική σας εμπειρία από τις σπουδές σας και την επιστροφή στην Ελλάδα;
Η αλήθεια είναι πως με την Μέλια έχω κατ’ αρχήν κάποια κοινά στοιχεία όπως σωστά επισημάνατε. Η δική μου εμπειρία όμως της επιστροφής στην Ελλάδα είναι περισσότερο ρεαλιστική, λιγότερο φανταστική. Μετά από έξι χρόνια σπουδών και ζωής στο Παρίσι γύρισα στην Ελλάδα και ένιωσα να μην ανήκω πουθενά. Για τους Γάλλους ήμουν η ξένη αλλά και στους Έλληνες έμοιαζα το ίδιο ξένη. Κάτι είχε αλλάξει μέσα μου. Κάπως έτσι νιώθουν μάλλον όσοι μεταναστεύουν και μετά από κάποια χρόνια γυρίζουν πίσω στη χώρα τους.
Γιατί ταινίες; Γιατί διαλέξατε αυτόν τον τρόπο για να δοθούν απαντήσεις στην Μέλια; Στο βιβλίο λέτε: «Οι οθόνες είναι απλά ένα μέσο, δεν είναι το μόνο για να μπεις σ’ έναν κόσμο, πόρτες υπάρχουν κι αλλού, όπως… στην φύση».
Οι ταινίες ήταν (και λειτούργησαν) για μένα σαν τα παλαιά παραμύθια, φανταζόμουν την ηρωίδα να μπαίνει μέσα σε αυτές σαν σε σύγχρονους αστικούς μύθους-κόσμους. Η ιστορία διαδραματίζεται στη σύγχρονη εποχή κάπως έτσι προτίμησα τα «σημερινά» παραμύθια, αν η ηρωίδα ζούσε στον Μεσαίωνα θα μπορούσε φαντάζομαι αντίστοιχα να έρχεται σε επαφή με ξωτικά, νάνους, ζώα και άλλα όντα, μέσα σε πυκνά, επικίνδυνα, γεμάτα ήχους, ζωή και μυρωδιές, δάση.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, όπου αναφέρεστε στην ταινία Underground του Κουστουρίτσα, η Μέλια σκέφτεται: «Υπάρχει άραγε ζωή, όταν βρίσκεσαι θαμμένος κάτω από την γη; Είναι μια υπόγεια ζωή; Μια ζωή πλασμάτων που περιφέρουν την ύπαρξή τους.. χωρίς το φως του ήλιου ή του φεγγαριού». Είναι αυτό ένα σχόλιο για το πώς ζούμε σήμερα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις;
Έχω την εντύπωση πως στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις οι άνθρωποι ζούμε χωρίς συνείδηση των πράξεών μας, των επιλογών μας, των επιθυμιών μας, του εαυτού μας εν γένει. Σαν να έχουμε χάσει από καιρό τις ανθρώπινες ποιότητές μας. Σαν να μη μας αγγίζει πια τίποτα. Παγωμένοι άνθρωποι με παγωμένη συνείδηση. Τέτοιες σκέψεις μάλλον κυριαρχούσαν στο μυαλό μου κατά τη συγγραφή αυτού του κεφαλαίου.
Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που συνδυάζετε το ρεαλιστικό με το παραμυθιακό στοιχείο στο βιβλίο σας, το πώς η ηρωίδα μοιράζεται μεταξύ πραγματικότητας και του σύγχρονου φαντασιακού της δυτικής κουλτούρας. Πιστεύετε πως ο σημερινός άνθρωπος καλείτε να ζήσει μεταξύ δύο ή πολλών κόσμων ;
Πιστεύω πως υπάρχουν όπως και υπήρχαν πολλοί περισσότερα γύρω μας από αυτά που αντιλαμβανόμαστε με το μυαλό, τη λογική και τις περιορισμένες μας αισθήσεις.
«Πολλά πράγματα, Οράτιε,
ο Ουρανός έχει και η Γη, ’πού καν δεν είδε
’ς τ’ όνειρό της αυτή σας η φιλοσοφία.»
(Σαίξπηρ, Άμλετ, Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά, Αθήνα 1889, στίχοι 165-167.)
Τελικά η Μέλια βρίσκει την απάντηση στην ανάκτηση της χαμένης Αθωότητας και στην Αγάπη…
Ναι. Πιστεύω στην αθωότητα και στην αγάπη. Και πως η ζωή μας θα ήταν ομορφότερη, λιγότερο δύσκολη, μπερδεμένη, χαοτική, πιο υποφερτή, πιο ουσιαστική και αληθινή αν είχαμε αυτές τις ποιότητες.
Μπορεί δηλαδή κανείς να γλιτώσει από τους Λανγκολίερς ;
Κατ’ αρχάς, να εξηγήσουμε στους αναγνώστες πως «Λανγκολίερς» είναι τέρατα με σώμα στρογγυλό, σαν μπάλα, και τεράστιο στόμα με κοφτερά δόντια, περισσότερα στην ομώνυμη νουβέλα του Στήβεν Κινγκ (Νυχτερινή πτήση 29). Τους αντιμετωπίζω ως παραλλαγή του μύθου της Σφίγγας. Είναι οι φόβοι που κουβαλάει μέσα του ο κάθε ένας, οι προσωπικοί του δαίμονες. Δεν έχει παρά να τους εντοπίσει και να τους ξορκίσει. Αυτό έκανα και εγώ με το βιβλίο αυτό, έφτιαξα το δικό μου ξόρκι απομακρύνοντας τους φόβους και την σκοτεινιά.
Σας ευχαριστώ πολύ. Εύχομαι καλή συνέχεια στην πορεία της ηρωίδας σας…