alt

Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων της Λένας Κιτσοπούλου Το μάτι του ψαριού, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο τη Δευτέρα 6 Απριλίου.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Το μάτι του ψαριού 

Ητανε τρομερό εκείνο το ψάρι που κάπνιζε μέσα στο ταψί. Που του είχανε χώσει το τσιγάρο στο στόμα, για να δούνε τα παιδιά πόσο φρέσκο ήτανε. Σπαρταρούσε ακόμη, τίναζε την ουρά του, κοίταζε αυτούς τους ανθρώπους με το γουρλωτό του μάτι και κάπνιζε. Το τσιγάρο μεταμόρφωνε το ψάρι σε άνθρωπο. Σαν άνθρωπος κάπνιζε το ψάρι. Άνθρωπος με ψαρίσιο σώμα, χωρίς λαιμό. Αλλά άνθρωπος. Κάπνιζε το ψάρι μέσα στο ταψί και ανοιγόκλεινε τα λέπια του. Όλοι κακαρίζανε όρθιοι γύρω από το ταψί. Η θεία Κική γελούσε σαν συναγερμός, με έναν ευθυγραμμισμένο πολύ ψηλό τόνο, ο οποίος κοβόταν απότομα όταν κοβόταν και η αναπνοή της. Έκλεινε τότε το στόμα της, μούγκριζε τρεις τέσσερις φορές, πιέζοντας με την παλάμη της το στήθος της, και με καινούργια φόρα ξανάνοιγε το τεράστιο στόμα της με τους μακρουλούς κυνόδοντες κι έβγαζε εκείνο το μακρόσυρτο ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι μέσα από το λαρύγγι της, σαν ατελείωτη κορόνα υψίφωνου, σαν φινάλε όπερας που σταματημό δεν έχει, που κάνει τα τζάμια να τρίζουν και τους θεατές να βουλώνουν τα αυτιά τους. Εκείνη την ώρα που η θεία Κική τσίριζε με το βλέμμα προς το ταβάνι, γελούσαν και όλοι οι υπόλοιποι. Κοίτα το, κοίτα το, κοίτα το, λέγανε για το ψάρι και ξεκαρδιζόντουσαν στα γέλια σαν ξεκούρδιστη χορωδία.

Ο Κυριάκος προσπαθούσε με το μικρό του δαχτυλάκι να απαλλαγεί από ένα ξεραμένο κακάδι που ήταν από ώρα σφηνωμένο μέσα στο δεξί του ρουθούνι, αλλά είχε τόσο πολύ εντυπωσιαστεί από το ψάρι που κάπνιζε μέσα στο ταψί, ώστε το μικρό του δαχτυλάκι είχε απλώς ξεχαστεί μέσα στο ρουθούνι του και δεν κουνιόταν καθόλου. Με το στόμα μισάνοιχτο και το δάχτυλο στη μύτη, παρακολουθούσε το μεγάλο ψάρι, που κάπνιζε σαν βαρύμαγκας μέσα στο ταψί με τις χοντροκομμένες πατάτες γύρω του. Ήτανε σίγουρος ότι το ψάρι κοίταζε αυτόν, τον Κυριάκο. Τον κοίταζε με το γουρλωμένο του μάτι, σαν να του έλεγε: Σε παρακαλώ, φίλε, βγάλε αυτό το κωλόπραμα από το στόμα μου, σε παρακαλώ, φίλε, θα πεθάνω από ασφυξία.

Ο Κυριάκος ήτανε έτοιμος να πιάσει κουβέντα με το ψάρι, είχε μάλιστα ήδη αρχίσει κάτι να του ψιθυρίζει, γέρνοντας λίγο προς το ταψί, ανάμεσα στα φουστάνια της θείας Κικής και της μοσχομυρωδάτης μητέρας του, κάτι σαν δεν – μπορώ – τώρα – σε – λίγο – να – φύγουν – αυτοί – από την – κου – ζί – να, όταν ξαφνικά τραντάχτηκε ολόκληρος, τρόμαξε, ξεκόλλησε η μασχάλη του από τη θέση της, έτσι που το χοντρό αντρικό χέρι του πατέρα του γράπωσε με δείχτη και αντίχειρα τον καρπό του.

Ο Κυριάκος ήτανε έτοιμος να πιάσει κουβέντα με το ψάρι, είχε μάλιστα ήδη αρχίσει κάτι να του ψιθυρίζει, γέρνοντας λίγο προς το ταψί, ανάμεσα στα φουστάνια της θείας Κικής και της μοσχομυρωδάτης μητέρας του, κάτι σαν δεν – μπορώ – τώρα – σε – λίγο – να – φύγουν – αυτοί – από την – κου – ζί – να, όταν ξαφνικά τραντάχτηκε ολόκληρος, τρόμαξε, ξεκόλλησε η μασχάλη του από τη θέση της, έτσι που το χοντρό αντρικό χέρι του πατέρα του γράπωσε με δείχτη και αντίχειρα τον καρπό του, τον έσφιξε με τα χοντρά του δάχτυλα σαν σφιχτή χειροπέδα, και με αυτό τον τρόπο, τραβώντας του γερά το χέρι, κατάφερε να του βγάλει το μικρό του δαχτυλάκι μέσα από το ρουθούνι του. Η συνέχεια είχε γερό σφίξιμο και των δύο καρπών του Κυριάκου από τον πατέρα με το αριστερό του χέρι και μικρές, κοφτές καρπαζιές με το δεξί στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, συνοδευόμενες από λέξεις και φράσεις που πέφτανε ρυθμικά μαζί με το κάθε χτύπημα. Δε – Βά – ζουμε – Το χέρι – Στη μύτη – Αλήτη – Βρομιάρη – Ντροπή σου – Να – Να – Για να μάθεις – Να βάζεις – Το – Βρομόχερο – Στη – Μύτη – Θα σ’ το σπάσω – Ρε – Το κεφάλι – Μπροστά στον κόσμο – Βά­ζεις – Το χέρι – Στη μύτη – Βρε γύφτο – Σκάσε – Ρε – Σκάσε – Ρε – Να φωνάζεις – Ρε.

Ούρλιαξε ο μικρός Κυριάκος, τα γέλια ολωνών κοπήκανε μεμιάς, ο χώρος άνοιξε, ένας κύκλος δημιουργήθηκε γύρω από τον Κυριάκο και τον πατέρα, που τον τραβολογούσε και τον ξυλοφόρτωνε στο κεφάλι και στα μάγουλα· ούρλιαζε ο μικρός, λύγιζε τα γόνατά του και κρεμιόταν ολόκληρος από το χέρι του πατέρα προσπαθώντας να του ξεφύγει. Η μοσχομυρωδάτη μητέρα του τον είχε σφιχταγκαλιάσει από πίσω, προσπαθώντας να τον τραβήξει μακριά από τον πατέρα, και το ψάρι μέσα στο ταψί του, με το τσιγάρο στο στόμα, κάπνιζε και κοίταζε τη σκηνή αυτή με το γουρλωμένο του μάτι. Και, ειλικρινά, αυτό που συνέβη εκείνη τη στιγμή ήτανε πραγματικά συγκλονιστικό. Δεν το πρόσεξε κανείς. Αλλά συνέβη. Το γουρλωμένο μάτι του ψαριού δάκρυσε και άρχισε να κλαίει. Το μάτι του ψαριού έκλαιγε και τα χοντρά του δάκρυα πέφτανε πάνω στις πατάτες. Αλλά αυτό δεν το είδε κανείς.

Το τραπέζι ήτανε στρωμένο με τα καλά σερβίτσια. Όπως κάθε Κυριακή. Οι πολύχρωμες σαλάτες μοιάζανε με πίνακες ζωγραφικής. Όλα αυτά τα παράξενα λαχταριστά ορεκτικά, οι πίτες, οι κόκκινες χαρτοπετσέτες, ολόκληρο το τραπέζι ήτανε μια πανδαισία χρωμάτων, ένας εντυπωσιακός κήπος παραμυθένιου παλατιού, γεμάτος λουλούδια όλων των ειδών. Όλα μοσχομυρίζανε, ήθελες να ορμήξεις και να τα φας όλα. Ο πατέρας είχε μεγάλη ρέντα. Έλεγε αστεία και όλο γέμιζε το ποτήρι του. Κατέβαζε το κρασί μονορούφι και μετά ξαναγέμιζε το ποτήρι του με την κανάτα. Έλα, ρε γυναικάκι μου, μη με κοιτάς έτσι. Αγκάλιαζε ατσούμπαλα τη μητέρα του Κυριάκου, άπλωνε το μακρύ του χέρι πίσω από τη μέση της, το έσφιγγε απότομα γύρω από τα πλευρά της και την κολλούσε επάνω του. Η μητέρα φαινόταν να ενοχλείται και τραβιότανε διακριτικά από την αγκαλιά του, προσπαθώντας ταυτόχρονα να του χαμογελάει. Ο πατέρας έλεγε ανέκδοτα με πεθερές. Η μικρή Χρυσάνθη, καθισμένη στο μωρουδίστικο καρεκλάκι της, κοπανούσε πάνω κάτω ένα τυροπιτάκι και μετά το έγλειφε σαν παγωτό. Ψάρι να φας, Κυριάκο, μην τρως ψωμιά.

Η μοσχομυρωδάτη μητέρα, στην προσπάθειά της να γελάσει κι αυτή, άρχισε να βήχει ασταμάτητα από τον καρκίνο του πνεύμονα, που ακόμη δεν τον είχε ανακαλύψει, και το γέλιο του καημένου του Κυριάκου, όπως και ολωνών, κόπηκε απότομα όταν το χέρι του πατέρα, κρατώντας το πιρούνι με το ψάρι, ακινητοποιήθηκε μπροστά στο στόμα του μικρού.

Έτσι είπε κάποια στιγμή ο πατέρας γυρνώντας δεξιά του προς τον Κυριάκο, και ο μικρός κοίταξε έντρομος το μεγάλο ψητό ψάρι, με τα γουρλωτά πεθαμένα του μάτια, ξαπλωμένο μέσα στην πιατέλα. Ο πατέρας άρχισε μετά να λέει το ανέκδοτο με τις τρεις καλόγριες, που ο Κυριάκος το είχε ακούσει εκατό χιλιάδες φορές. Όταν ο Κυριάκος άπλωσε φοβισμένος το χέρι του και πήρε ένα κομμάτι χορτόπιτα από το κέντρο του τραπεζιού, ο πατέρας εκείνη τη στιγμή έλεγε για την τρίτη καλόγρια, που ήθελε να πάει στο πηγάδι να πλύνει το στόμα της, και αμέσως μετά ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Η θεία Κική με τους μακρουλούς της κυνόδοντες, που τσίριζε ακόμα και με το πιο μέτριο αστείο, άφησε το κεφάλι της να πέσει πίσω και βούιξε σαν σειρήνα ασθενοφόρου. Η μοσχομυρωδάτη μητέρα, στην προσπάθειά της να γελάσει κι αυτή, άρχισε να βήχει ασταμάτητα από τον καρκίνο του πνεύμονα, που ακόμη δεν τον είχε ανακαλύψει, και το γέλιο του καημένου του Κυριάκου, όπως και ολωνών, κόπηκε απότομα όταν το χέρι του πατέρα, κρατώντας το πιρούνι με το ψάρι, ακινητοποιήθηκε μπροστά στο στόμα του μικρού. Έλα, κάνει καλό το ψάρι. Έλα. Έτσι είπε η φωνή του πατέρα με έναν τόνο ανυπομονησίας και εκνευρισμού. Η θεία Κική έκλεισε το στόμα της και οι μακρουλοί της κυνόδοντες έμειναν απέξω, καρφωμένοι στο κάτω χείλος της. Σκέτος λυκάνθρωπος. Όλοι κοιτάζανε τον Κυριάκο, ο οποίος με τη σειρά του κοίταζε, με το στόμα σφιγμένο, τη λευκή σάρκα του ψαριού πάνω στο πιρούνι, που είχε ακινητοποιηθεί ακριβώς μπροστά στο στόμα του. Η μητέρα έβηχε πνιχτά. Από τον καρκίνο του πνεύμονα, που ακόμη δεν τον ήξερε και που θα τον ανακάλυπτε την ερχόμενη βδομάδα.

Είχανε βουβαθεί όλοι. Θαρρείς πως σε λίγα δευτερόλεπτα θα ακουγόταν από μακριά το βουητό που προμηνύει τον ερχομό μεγάλου σεισμού. Ο κύριος Μηνάς και η γυναίκα του κάνανε αμήχανες κινήσεις για να δείξουνε διακριτικότητα. Τυλίγανε και ξετυλίγανε την άκρη του τραπεζομάντιλου, ξυνόντουσαν στον σβέρκο και στους κροτάφους τους ή πίνανε νερό χωρίς να το θέλουνε. Ο πνιχτός συνεχόμενος βήχας της μητέρας προκαλούσε ανομολόγητη θλίψη σε όλους κι έναν αυξανόμενο εκνευρισμό στο αντρικό χέρι που κρατούσε το πιρούνι. Το κρύο, μεταλλικό πιρούνι ανατρίχιαζε τον Κυριάκο έτσι που ακουμπούσε τα χείλια του, αλλά, όταν ο μικρός τραβούσε το κεφάλι του μακριά από το πιρούνι, το πιρούνι τον πλησίαζε και πάλι. Ο Κυριάκος δεν ήθελε με τίποτα να το φάει αυτό το ψάρι. Είχε αισθανθεί ένα είδος φιλίας με το ψάρι αυτό. Είχε δεθεί με το ψάρι, με έναν πολύ υπόγειο και ανεξήγητο δεσμό, ανθρώπινο, που έμοιαζε με δεσμό ζωής. Είχε συνομιλήσει πριν από λίγες ώρες μέσα στην κουζίνα με το ψάρι αυτό και του ήταν αδύνατον να ανοίξει το στόμα του και να το φάει. Ένιωθε σαν να ήτανε αναγκασμένος να φάει το κρέας της μητέρας του ή το μπούτι της αδερφής του. Σαν κάποιοι κανίβαλοι να είχανε ψήσει τον αγαπημένο του φίλο, τον Παράσχο, κι αυτός έπρεπε τώρα να τον φάει. Αδύνατον. Το άσπρο ψαχνό πάνω στο πιρούνι τού προκαλούσε αηδία, στενοχώρια, θυμό. Δεν μπορούσε να φάει τον φίλο του.

Η συνέχεια της ιστορίας τον βρήκε κλειδωμένο στη μικρή αποθήκη του κήπου να κλαίει δυστυχισμένος. Ο καρπός του πονούσε και είχε ακόμη έντονα τα σημάδια από τα χοντρά δάχτυλα του πατέρα, που τον είχανε σφίξει και πάλι, τον είχανε σηκώσει όρθιο από την καρέκλα του και τον είχανε κυριολεκτικά σύρει γονατιστό στη σκοτεινή αποθήκη με το αλυσοπρίονο, με το στεγνωτήριο, με τα εργαλεία, με τα κουτιά με τις βίδες, με τους τενεκέδες του λαδιού και τις πλεξούδες από τα σκόρδα. Ο Κυριάκος, πεσμένος μπρούμυτα στο τσιμέντο, έκλαιγε με σπασμούς κι έτριβε το πονεμένο του κεφάλι, το οποίο ακόμη κουδούνιζε στον ρυθμό του δυνατού χεριού του πατέρα του, που για άλλη μία φορά τον είχε καρπαζώσει κοφτά και κατ’ εξακολούθηση, σέρνοντάς τον από τον καρπό προς την αποθήκη, συνοδεύοντας ρυθμικά την κάθε σφαλιάρα με ταιριαστές για την περίσταση λέξεις και φράσεις. Ρε – Ψάρι – Ρε – Σου – Δώσαμε – Δε – Σου δώσαμε – Σκατά – Προχώρα – Ρε – Γάιδαρε – Προχώρα – Ρε κέρατο – Μάθε – Ρε – Να τρως – Ρε – Μάθε να τρως – Σαν – Άντρας – Ρε – Θα σ’ το σπάσω – Ρε – Το – Κεφάλι – Σου – Το κούφιο – Βλάκα – Ε – Βλάκα – Να – Και να – Και να – Και να – Κι αυτή – Χαμένε.

altΉτανε πραγματικά κρίμα που τον έπιασε κατούρημα μέσα στη νύχτα. Ήτανε πολύ κρίμα που άκουσε τη συνομιλία της θείας Κικής με τη μοσχομυρωδάτη μητέρα του. Ο πατέρας ευτυχώς κοιμότανε. Πάντα κοιμότανε όταν έπινε πολύ. Ευτυχώς. Το ροχαλητό του τράνταζε τους τοίχους του σπιτιού. Οι δύο γυναίκες μιλούσαν ψιθυριστά στην κουζίνα. Η θεία Κική κάπνιζε και, καθώς ρουφούσε το τσιγάρο της, μπαίνανε μέσα τα μάγουλά της, τόσο πολύ που το πρόσωπό της μάκραινε προς τα κάτω και τα μάγουλά της γινόντουσαν δύο μαύρες βαθιές τρύπες. Μετά ξαναγινότανε κανονική. Μετά πάλι μακρόστενη με τρύπες. Η μητέρα του είχε σκεπάσει το πρόσωπό της με τις παλάμες της και η πλάτη της ανεβοκατέβαινε. Του Κυριάκου τού έκανε εντύπωση που όλα τα πιάτα ήτανε ακόμη άπλυτα μέσα στον νεροχύτη, που τα τυριά δεν είχανε τυλιχτεί στα σελοφάν τους για να μπουν στο ψυγείο, που όλα ήτανε άνω κάτω και βρομούσανε πανιασμένη τηγανίλα και ψαρίλα, που οι σαλατιέρες ήτανε άστατα ακουμπισμένες στους πάγκους της κουζίνας, που η τεράστια πιατέλα με τον σκελετό του ψαριού βρισκόταν πάνω στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας, ανάμεσα στη θεία Κική και στη μητέρα του.

Στάθηκε ξυπόλυτος έξω από την πόρτα και κοίταξε το γουρλωμένο μάτι του φαγωμένου ψαριού. Ίσως δεν ήτανε καλό που τον είχε πιάσει κατούρημα μέσα στη νύχτα. Ίσως δεν θα έπρεπε να είχε ακούσει αυτή τη συνομιλία.

Δεν δέχεται, Κική, να κάνει θεραπεία. Δεν το δέχεται. Τα κρύβει τα μπουκάλια παντού, μέχρι και πίσω από το καλοριφέρ. Τα βρίσκω σε απίθανα σημεία. Δεν δέχεται κουβέντα. Δεν μπορώ άλλο, Κική, δεν μπορώ. Φοβάμαι για τα παιδιά. Φοβάμαι, όταν λείπω από το σπίτι, μην πιει και τους κάνει κακό. Ντρέπομαι, Κική, ντρέπομαι και φοβάμαι να πάρω τα παιδιά και να φύγω. Πού να πάω, Κική; Τον αγαπάω, Κική. Αχ, Κική μου, Κική μου, Κική μου.

Έβηχε η μητέρα του Κυριάκου. Έβηχε, πνιγότανε κι έκλαιγε τώρα στην αγκαλιά της αδερφής της. Έβηχε με έναν βήχα θλιβερό, έναν βήχα που δεν ήτανε από κρύωμα. Έναν επίμονο και πολύ θλιβερό βήχα. Δεν με νοιάζει για μένα, για τα παιδιά φοβάμαι. Να, κοίτα. Να, κοίτα. Κοίτα εδώ. Αχ, Κική μου. Πώς με έχει κάνει, Κική μου.

Ίσως δεν θα έπρεπε τόσο μικρό παιδάκι, εφτά χρονών, να δει τόσα τραύματα και τόσες πληγές. Τόσες χαρακιές. Τόσους μώλωπες. Τόσο πληγωμένη πλάτη. Τόσο καμένες ρώγες.

Ίσως δεν θα έπρεπε τόσο μικρό παιδάκι, εφτά χρονών, να δει τόσα τραύματα και τόσες πληγές. Τόσες χαρακιές. Τόσους μώλωπες. Τόσο πληγωμένη πλάτη. Τόσο καμένες ρώγες. Ναι, ρώγες τα λέγανε εκείνα τα καφετιά στρογγυλά κουμπιά που είχαν οι άνθρωποι πάνω στα βυζιά τους. Και που στις γυναίκες ήτανε πιο φουσκωτά. Ρώγες. Το είχε κρυφακούσει κάποτε σε ένα τηλεφώνημα ψιθυριστό της θείας Κικής. Είχε σφηνώσει η θεία το τηλέφωνο ανάμεσα στο μάγουλο και στον ώμο της, γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι, και είχε πιάσει με τα χέρια της εκείνα τα καφετιά κουμπιά της. Τραβάω τις ρώγες μου τώρα. Τις τραβάω. Έτσι ψιθύριζε στο τηλέφωνο η θεία Κική ένα βράδυ που οι γονείς του είχανε βγει και είχανε φέρει τη θεία Κική να τους φυλάξει, αυτόν και την αδερφή του. Αλλά απ’ ό,τι θυμότανε, οι ρώγες μέσα στα δάχτυλα της θείας Κικής ήτανε καφέ. Καφέ και στρουμπουλές. Όχι μαύρες, με καμένη πέτσα. Όχι καρβουνιασμένες με ξεραμένα αίματα, όπως της μητέρας του. Ίσως ήτανε πολύ νωρίς για να δει ο Κυριάκος με τα μάτια του πόσα φριχτά σημάδια είχε αφήσει ο πατέρας του πάνω στο σώμα της μοσχομυρωδάτης μητέρας του. Ίσως θα ήτανε καλύτερα να μην τον είχε πιάσει κατούρημα εκείνο το βράδυ.

Μην τον κοντράρεις κι εσύ. Με το μαλακό. Πέρσι που τον είχες με το μαλακό, το ’κοψε το καταραμένο. Τρεις μήνες το ’χε κομμένο. Με την υπομονή, και όλα θα φτιάξουνε. Άρρωστος είναι, δεν είναι κακός ο Αντώνης. Έτσι είπε η θεία Κική εκείνο το βράδυ στη μητέρα του Κυριάκου. Και να πας να τον κοιτάξεις ετούτο τον βήχα σου. Δεν μ’ αρέσει καθόλου. Τον εαυτό σου να κοιτάξεις.

Ήτανε σούρουπο, ο ήλιος έξω από τα παράθυρα είχε χλωμιάσει και ετοιμαζότανε να αποσυρθεί. Ήταν ένα γκρίζο σούρουπο που ταίριαζε με αυτή την ηρεμία του σπιτιού, ταίριαζε και με τη μαυρόασπρη ελληνική ταινία που έπαιζε η τηλεόραση. Τα ψηλά πόδια της Μάρθας Καραγιάννη ταίριαζαν ή, μάλλον, πρόσθεταν λίγη προσμονή καλοκαιριού μέσα στην γκριζάδα και στην ατονία που υποφώτιζε το σπίτι. Βοηθούσε και ο Κώστας Βουτσάς. Έδινε μια ελαφράδα στη βαριά ατμόσφαιρα εκείνης της ημέρας. Και μόνο η γρήγορη ομιλία του και η σπιρτάδα του, παρόλο που η τηλεόραση έπαιζε χαμηλόφωνα, αέριζαν λίγο τη μουντάδα και αλατοπιπερώνανε αυτό το γλυφό σαλόνι, το οποίο μύριζε τοίχο. Σοβά. Μύριζε σαν σκέτο σαλόνι, χωρίς ανθρώπινη ζωή. Τοίχοι, χαλιά, κουρτίνες και κουρτινόξυλα. Και κάδρα με τοπία. Το μικρό αγόρι, καθισμένο βαριεστημένα στην πολυθρόνα, ψηλάφιζε κάθε τόσο τον λαιμό του με τα δάχτυλά του. Πονούσε πολύ. Πονούσε και μόνο που τον ακουμπούσε. Το βλέμμα του ήτανε προσηλωμένο στην οθόνη της τηλεόρασης. Ξαφνικά με έναν πήδο, σαν να τον τσίμπησε μύγα, ο μικρός τινάχτηκε όρθιος και άρχισε να χορεύει. Να χορεύει σαν τρελός με τα χέρια στο πλάι, να κλοτσάει τον αέρα με τα πόδια του, να μιμείται τις χορεύτριες στην τηλεόραση. Κι έπειτα άρχισε για πολλή ώρα να επαναλαμβάνει δυνατά αυτά που έλεγαν οι ηθοποιοί. Σαν παπαγάλος, με φωνή κοροϊδευτική. Κουνώντας τη λεκάνη του δεξιά κι αριστερά. Μάλιστα, κυρία Κατερίνα μου. Μας παίρνετε και πόζα τώρα, κυρία Κατερίνα μου; Α, κύριε Λευτεράκη μου. Δεν μας τα λέτε καλά, κύριε Λευτεράκη μου. Πολύ καλά λοιπόν. Πολύ καλά λοιπόν. Πολύ καλά λοιπόν. Θα δείτε τι έχετε να πάθετε, κύριε Λευτεράκη μου. Θα δείτε τι θα πάθετε. Θα δείτε τι θα πάθετε. Θα δείτε τι θα πάθετε. Κι έπειτα από λίγο, πάλι χωρίς κανέναν λόγο, εντελώς ξαφνικά, ο μικρός Κυριάκος σωριάστηκε με έναν γδούπο μπρούμυτα στο χαλί, κρατώντας με τα δυο του χέρια τον λαιμό του, και άρχισε να κοπανάει τα πόδια του στο πάτωμα σαν δαιμονισμένος. Κι έτσι που κοπανούσε πάνω κάτω τη λεκάνη του, τα γόνατά του, τα παπούτσια του με όλη του τη δύναμη πάνω στο πάτωμα, άρχισε μια πολύ τσιριχτή και ανεξέλεγκτη στριγκλιά να βγαίνει μέσα από τον λαιμό του και, καθώς η γλώσσα χτυπούσε ανάμεσα στα δόντια του και πάνω στον ουρανίσκο του, αυτό που έβγαινε τελικά μέσα από το στόμα του μικρού ήτανε ένα τρελό και δίχως τελειω­μό λαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλα. Σαν ινδιάνικη τελετή ακούστηκε, σαν λαρυγγισμός άγριας φυλής, σαν παγανιστικό τραγούδι γριάς μοιρολογίστρας. Αλλά και σαν κάτι το σατανικό και το απόκοσμο. Σχεδόν φοβιστικό. Λαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλα. Μέχρι που κάποια στιγμή το παιδί σταμάτησε. Ησύχασε. Ανασηκώθηκε με τον πισινό στο πάτωμα, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό του, και κάρφωσε με το βλέμμα του τη μικρή του αδερφή. Με ένα βλέμμα κενό και αφηρημένο. Είχε χορέψει και είχε κοπανηθεί τόσο πολλή ώρα, που κανονικά θα έπρεπε να είναι λαχανιασμένος. Ο Κυριάκος όμως καθότανε και κοίταζε την αδερφή του χωρίς χτύπους στην καρδιά του. Χωρίς σφυγμό στα χέρια του.

Η αδερφή του Κυριάκου ήτανε σαν μπαλίτσα. Δεν είχε καθόλου λαιμό. Το τεράστιο κεφάλι της έμοιαζε με κεφάλι ψαριού κολλημένο κατευθείαν πάνω στον κορμό της και, παρόλο που ήτανε τεσσάρων χρονών, το μέγεθός της ήτανε όσο περίπου και η πιο μεγάλη της κούκλα. Ήταν και κάπως χαζή.

Η αδερφή του Κυριάκου έπαιζε καθισμένη πάνω στο χαλί με κάτι κούκλες. Τις έντυνε, τις ξέντυνε και τις χτένιζε με μια κανονική τσατσάρα για μεγάλους. Η αδερφή του Κυριάκου ήτανε σαν μπαλίτσα. Δεν είχε καθόλου λαιμό. Το τεράστιο κεφάλι της έμοιαζε με κεφάλι ψαριού κολλημένο κατευθείαν πάνω στον κορμό της και, παρόλο που ήτανε τεσσάρων χρονών, το μέγεθός της ήτανε όσο περίπου και η πιο μεγάλη της κούκλα. Ήταν και κάπως χαζή. Δεν μιλούσε ακόμη καλά. Ο Κυριάκος ήξερε ότι αυτός όταν ήταν τεσσάρων ήδη πήγαινε στα προνήπια, και μάλιστα έγραφε κιόλας. Υπήρχε από τότε μια ζωγραφιά του κολλημένη στο ψυγείο της κουζίνας. Αυτή με τα τρία χρωματιστά ανθρωπάκια, που έγραφε επάνω Μπαμπάς, Μαμά, Κυριάκος. Με τα δικά του γράμματα. Αυτή εδώ η Χρυσάνθη δεν μπορούσε ούτε την τσατσάρα να κρατήσει. Την κούκλα τη χτένιζε με την ανάποδη μεριά της τσατσάρας, όχι από τη μεριά που ήτανε τα δοντάκια. Τα μάτια της Χρυσάνθης ήτανε ολόιδια με του ψαριού που κάπνιζε πριν από έναν μήνα μέσα στο ταψί. Γουρλωτά. Αυτό σκέφτηκε ο Κυριάκος, παρατηρώντας τη μικρή του αδερφή, κι ένιωσε κάτι σαν οίκτο μαζί με αγάπη. Θλίψη μαζί με αηδία. Μίσος για τον εαυτό του, που ήταν ανίκανος να βοηθήσει τα βασανισμένα ψάρια. Ο Κυριάκος είχε καταλάβει ότι αυτοί οι άνθρωποι με το σύνδρομο Ντάου δεν μπορούνε να μιλήσουνε κανονικά και πρέπει να τους προσέχεις να μη μένουν ποτέ μόνοι τους. Αλλά ήξερε επίσης ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι αυτοί οι Ντάου.

Τα δύο παιδιά ήτανε μόνα τους στο σπίτι εκείνο το απόγευμα. Ο Κυριάκος έπρεπε να φροντίζει την αδερφή του. Ο πατέρας και η θεία Κική ήτανε στο νοσοκομείο. Είχανε πάει εκεί για να κάνουν τη μοσχομυρωδάτη μητέρα του Κυριάκου καραφλή. Έτσι του είχανε πει. Ότι η μητέρα του αποδώ και πέρα θα ήταν καραφλή. Ο Κυριάκος περπάτησε στα τέσσερα μέχρι την αδερφή του. Πήρε την τσατσάρα από τα χέρια της και σκέφτηκε ότι η μητέρα του δεν θα χτενίζεται πια με χτένες. Η τσατσάρα έσπασε σε δύο κομμάτια μέσα στα χέρια του Κυριάκου. Η Χρυσάνθη αφέθηκε στην αγκαλιά του αδερφού της. Ήτανε αρκετά βαριά και ο Κυριάκος κοκκίνισε ολόκληρος για να καταφέρει να τη σηκώσει στην αγκαλιά του και να την κουβαλήσει μέχρι την κουζίνα. Εκείνη του γελούσε και του τραβούσε τα μάγουλα. Ακόμα κι όταν την έγδυσε και την έβαλε μέσα στο ταψί, αυτή κάθισε ήσυχη και τον κοιτούσε χαμογελαστή. Ο Κυριάκος καθάρισε μία μία τις πατάτες, όπως είχε δει να το κάνουν η μητέρα του και η θεία Κική. Δεν κατάφερε να τις κόψει τόσο ωραία και ομοιόμορφα όσο η μοσχομυρωδάτη μητέρα του, αλλά κάτι κατάφερε κι αυτός. Η Χρυσάνθη χαμογελούσε καθισμένη μέσα στο μεγάλο ταψί και με τα χοντρά χεράκια της κοπανούσε τις πατάτες ολόγυρά της. Δεν του άρεσε του Κυριάκου η εικόνα. Δεν γινότανε ένα κανονικό ψάρι να κάθεται καθιστό. Έπρεπε να την ξαπλώσει. Την ξάπλωσε μέσα στο ταψί, πιέζοντας με το ένα του χέρι το στομάχι της και με το άλλο άρχισε να την τυλίγει γύρω γύρω με μια μονωτική ταινία. Η μικρή Χρυσάνθη σφίχτηκε και αντιστάθηκε όσο μπορούσε. Έπαψε να χαμογελάει στον αδερφό της. Έγινε σπαστική και άρχισε να τσιρίζει. Αλλά σταμάτησε απότομα κι έμεινε ξαφνικά ακίνητη. Ένας πολύ δυνατός πόνος στο μάγουλό της την έτσουξε και της έκοψε την αναπνοή. Δεν είχε ξαναφάει χαστούκι στη ζωή της. Στράβωσε το στόμα της από τον πόνο. Ο Κυριάκος χρησιμοποίησε ολόκληρη την ταινία για να κολλήσει καλά η αδερφή του μέσα στο ταψί, έτσι ώστε να μην μπορεί να φύγει αποκεί μέσα με τίποτα. Μόνο το χοντρό της κεφάλι το άφησε ελεύθερο. Να μπορεί να κινείται και να αναπνέει. Κοίταξε το αποτέλεσμα ικανοποιημένος. Ήξερε πού έκρυβε ο πατέρας τα τσιγάρα του. Ήξερε και να τα ανάβει, γιατί είχε ανάψει πολλές φορές στον πατέρα του. Η Χρυσάνθη, τυλιγμένη μαζί με το ταψί γύρω γύρω με την ταινία, σαν γαρδούμπα, γούρλωνε τρομαγμένη τα μάτια της και σπαρταρούσε σαν το ψάρι. Δεν της άρεσε έτσι που την είχε κάνει ο αδερφός της. Ήταν ολόι­δια με ψάρι, έτσι που δεν είχε καθόλου λαιμό και με αυτά τα άσχημα ολοστρόγγυλα μάτια. Άρχισε πάλι να τσιρίζει. Η ιδέα του Κυριάκου να κολλήσει το αναμμένο τσιγάρο στο στόμα της αδερφής του με Logo στιγμής ήτανε πραγματικά πολύ έξυπνη. Το τσιγάρο δεν ξεκολλούσε τώρα με τίποτα. Η Χρυσάνθη σπαρταρούσε και κάπνιζε. Ολόιδια με εκείνο το κυριακάτικο ψάρι. Ήτανε τρομερό το θέαμα. Ο Κυριάκος ήθελε πολύ να μιλήσει με έναν πραγματικό φίλο. Με κάποιον που θα τον άκουγε και θα τον καταλάβαινε. Να του πει για χτες. Που ο πατέρας του κοπανιότανε στους τοίχους μεθυσμένος. Που έγδαρε την πλάτη του σε ένα καρφί και μάτωσε. Που παραπατούσε μες στα αίματα και τον κυνηγούσε γύρω γύρω από την τραπεζαρία με μια μεγάλη κουτάλα. Που η θεία Κική ούρλιαζε γυμνή από πίσω του. Που κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι γυμνή η θεία Κική στο κρεβάτι του πατέρα του. Την ώρα που η μητέρα του βρίσκεται σε ένα μέρος όπου θα την κάνουν καραφλή. Τι δουλειά είχε η θεία Κική ξεβράκωτη μέσα στο κρεβάτι του πατέρα του; Και τι φταίει αυτός που το είδε; Και τι δουλειά είχανε οι καφέ ρώγες της θείας Κικής στα δάχτυλα του πατέρα του; Και γιατί να γίνει η μαμά του καραφλή σαν τον διευθυντή του σχολείου; Και σίγουρα δεν είναι καλό και σωστό τα παιδιά να κρυφοκοιτάνε πίσω από πόρτες, αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να σφίγγει ένας πατέρας τον λαιμό του παιδιού του και να του ουρλιάζει ότι θα το καρυδώσει. Δεν καρυδώνουν οι άνθρωποι τα παιδιά τους. Κατάλαβες, ψάρι; Είχε πολύ ανάγκη ο Κυριάκος να μιλήσει σε έναν φίλο. Η μικρή Χρυσάνθη, σφιχτοδεμένη με την ταινία μέσα στο μεγάλο ταψί, μούγκριζε κι έκλαιγε, με το αναμμένο τσιγάρο κολλημένο στο στόμα της. Η ξεραμένη κόλλα τής έκαιγε τα χείλια. Ο καπνός που έμπαινε μέσα στα μωρουδίστικα πνευμόνια της την έπνιγε σε κάθε της αναπνοή. Σε κάθε της μούγκρισμα. Το άρρωστο χοντρό της προσωπάκι άρχισε σιγά σιγά να γίνεται μπλε. Τα χοντρά της δάκρυα πέφτανε πάνω στις πατάτες. Σπαρταρούσε ολόκληρη, και μαζί με το ταψί έτρεμε και το τραπέζι της κουζίνας. Κατάλαβες, ψάρι; Ο πατέρας μας φταίει που δεν έχεις λαιμό. Ο πατέρας μας φταίει που είσαι ψάρι. Αυτός φταίει. Το άκουσα που το ’λεγε η θεία Κική σε ένα τηλεφώνημα. Μιλούσε σιγά, δεν ξέρω με ποιον μιλούσε, πάντως μιλούσε χωρίς να τραβάει τις ρώγες της. Μιλούσε σοβαρά, όχι σαν κοριτσάκι. Γιατί βγήκε αυτό το καημένο με Ντάου νομίζεις; Απ’ το αλκοολίκι του. Τι νομίζεις; Έτσι τυχαία είν’ αυτά; Ακούς, ψάρι; Αυτός τα γεννάει τα ψάρια. Αυτός γεννάει ψάρια και μετά τα σκοτώνει. Και τα τρώει. Και πρέπει κι εγώ να μάθω να τα τρώω. Γιατί αλλιώς θα με καρυδώσει. Μου το είπε. Θα με καρυδώσει.

Ο Κυριάκος ούρλιαζε μέσα στα γουρλωμένα μάτια της αδερφής του που κλαίγανε τρομαγμένα. Όπως τεντώθηκε ο λαιμός του, φάνηκαν από κάτω πεντακάθαρα τα κόκκινα σημάδια από τα δάχτυλα του πατέρα του. Το περιλαίμιο του σκύλου. Ο Κυριάκος άναψε τον φούρνο. Είναι γεγονός ότι το παιδί δεν είχε συναίσθηση των πράξεών του. Οι φλέβες του τινάζανε το κορμί του αλλοπρόσαλλα, παρά τη θέλησή του. Αλλά, τελικά, μια χαρά τα κατάφερε και κουβάλησε το ταψί με την αδερφή του ως την πόρτα του φούρνου. Αυτό που έγινε στη συνέχεια είναι πολύ τραγικό και αδυνατώ να το περιγράψω.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση «Μακγκάφιν», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
37.947408, 23.641584

 «Αφού σου ...


«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κυριακού «Το μποστάνι του Μποστ – Μια σύνθεση / συμπλήρωση / διασκευή κειμένων του Μποστ», το οποίο κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Δήμητρας Παπαδήμα «Όλα μαύρα», το οποίο θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Τι είμαστε εμείς μπροστά σε αυτά τα κτήνη, ρε; Τι είμαστε; Άγιοι. Και φόνο να...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Ανορθογραφίες επιμελητών» – Μια επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου

«Ανορθογραφίες επιμελητών» – Μια επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου

Λάβαμε από τον Διονύση Χαριτόπουλο την παρακάτω επιστολή, σχετικά με την επιλογή κριτικών κειμένων του Κωστή Παπαγιώργη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο «Κωστής Παπαγιώργης: Τα βιβλία των άλλων 1, Έλληνες συγγραφείς», το 2020. 

Επιμέλεια: Book Press

...
«Γυναικεία Βραβεία non fiction 2024»: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα

«Γυναικεία Βραβεία non fiction 2024»: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα

Η νικήτρια του βραβείου Women's Prize για non-fiction βιβλία θα ανακοινωθεί στις 13 Ιουνίου. Κεντρική εικόνα, μια από τις υποψήφιες για το βραβείο: η συγγραφέας και αρθρογράφος Ναόμι Κλάιν © The University of British Columbia.

Επιμέλεια: Book Press

...
Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Για τα μυθιστορήματα «Strangers in the Night» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά) της Χέδερ Γουέμπ [Heather Webb], «Τα Μυστήρια της Μις Μόρτον Μόρτον» (μτφρ. Χρήστος Μπαρουξής) της Κάθριν Λόιντ [Catherine Lloyd] και «Κωδικός Coco» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής) της Τζιόια Ντιλιμπέρτο [Gioia Diliberto]. Τρία μυθιστορήματα που μας μεταφ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση «Μακγκάφιν», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
37.947408, 23.641584

 «Αφού σου ...


«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κυριακού «Το μποστάνι του Μποστ – Μια σύνθεση / συμπλήρωση / διασκευή κειμένων του Μποστ», το οποίο κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Δήμητρας Παπαδήμα «Όλα μαύρα», το οποίο θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Τι είμαστε εμείς μπροστά σε αυτά τα κτήνη, ρε; Τι είμαστε; Άγιοι. Και φόνο να...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Για τα μυθιστορήματα «Strangers in the Night» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά) της Χέδερ Γουέμπ [Heather Webb], «Τα Μυστήρια της Μις Μόρτον Μόρτον» (μτφρ. Χρήστος Μπαρουξής) της Κάθριν Λόιντ [Catherine Lloyd] και «Κωδικός Coco» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής) της Τζιόια Ντιλιμπέρτο [Gioia Diliberto]. Τρία μυθιστορήματα που μας μεταφ...

Τι διαβάζουμε τώρα; 21 καλά βιβλία λογοτεχνίας που βγήκαν πρόσφατα

Τι διαβάζουμε τώρα; 21 καλά βιβλία λογοτεχνίας που βγήκαν πρόσφατα

Επιλέξαμε 21 βιβλία ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Οι πρώτοι μήνες του 2024 έχουν φέρει πολλά και καλά βιβλία πεζογραφίας. Κι αν ο μέσος αναγνώστης βρίσκεται στην καλύτερη περίπτωση σε σύγχυση, στη χειρότερη σε άγχ...

Επανάσταση 1821: 11 βιβλία για τον Αγώνα των Ελλήνων

Επανάσταση 1821: 11 βιβλία για τον Αγώνα των Ελλήνων

Ενόψει της 25ης Μαρτίου, επιλέγουμε έντεκα βιβλία που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα περίπλοκλη όσο και μοναδική διαδοχή γεγονότων που ήταν η Ελληνική Επανάσταση. Kεντρική εικόνα: έργο του Λουντοβίκο Λιπαρίνι «Ο όρκος του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» (περίπου 1850), μουσείο Μπενάκη.

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

02 Απριλίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών: 20 έργα-ποταμοί από την παγκόσμια λογοτεχνία

Πολύτομα λογοτεχνικά έργα, μυθιστορήματα-ποταμοί, βιβλία που η ανάγνωσή τους μοιάζει με άθλο. Έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας, επικές αφηγήσεις από την Άπω Ανατ

ΦΑΚΕΛΟΙ