Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων του Φοίβου Πιομπίνου Επίσκεψη σε μια έκθεση και άλλα διηγήματα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη τις επόμενες μέρες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ἐπίσκεψη σὲ μιὰ ἔκθεση
Στὴ Μαριλένα Λ. Λυκιαρδοπούλου
Η ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΕΛΑΜΠΕ μετὰ τὸ ξέπλυμά της ἀπὸ τὴν κατακλυσμιαία νεροποντὴ σὰν ἀσημένιος καθρέφτης. Ὁ ἥλιος ἔδυε μέσα στὴ φθινοπωρινή του ἀποθέωση, κι ὁ ἀναστατωμένος οὐρανὸς εἶχε τὴ δραματικότητα ποὺ μόνο τοὺς χειμερινοὺς μῆνες ἀποκτάει, ὅταν πιὰ ἔχει χάσει τὸ ὁμοιόμορφο γαλάζιο χρῶμα του, ποὺ ἐδῶ στὴν Ἀττικὴ παραμένει ἀδιατάρακτο μῆνες ὁλόκληρους. Θαρρεῖς καὶ εἶχε ζωντανέψει κάποιος πίνακας τῆς ὀλλανδικῆς τοπιογραφικῆς σχολῆς, ὅπως λόγου χάριν τοῦ Γιάκομπ βὰν Ρούισνταλ.
Ἦταν ἡ μαγικὴ ἐκείνη ὥρα ποὺ μόνο ὁ Φελλίνι μπόρεσε τόσο μοναδικὰ νὰ τὴν ἀποδώσει στὶς ταινίες του, ἡ ὥρα πού, ἐνῶ κρατάει ἀκόμη τὸ φῶς τῆς μέρας, ἔχουν ἤδη ἀνάψει τὰ φανάρια στοὺς δρόμους καὶ τὰ σπίτια ἀρχίζουν σιγὰ σιγὰ ν’ ἀνάβουν τὰ φῶτα τους.
Τώρα ποὺ ἡ μαυρίλα εἶχε συνεχίσει τὸ δρόμο της πρὸς τὴν Πελοπόννησο, μεγάλα μπαμπακερὰ σύννεφα ἀργοταξίδευαν πάνω ἀπὸ τὶς βιομηχανικὲς ἐγκαταστάσεις τοῦ Θριάσιου πεδίου, παγιδεύοντας κατὰ διαστήματα τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ποὺ ἔγερνε βιαστικὰ πρὸς τὸν ὁρίζοντα. Στὸ βάθος ὁ θαλάσσιος πορθμὸς ποὺ χωρίζει τὴ Σαλαμίνα ἀπὸ τὴ στεριὰ σκιρτοῦσε, ἀνατρίχιαζε κάτω ἀπὸ τὸ χαροπάλεμα τοῦ φωτός, καὶ γλάροι ζυγιάζονταν ψηλὰ στὸν οὐρανό, κρώζοντας γελαστικά. Ἦταν ἡ μαγικὴ ἐκείνη ὥρα ποὺ μόνο ὁ Φελλίνι μπόρεσε τόσο μοναδικὰ νὰ τὴν ἀποδώσει στὶς ταινίες του, ἡ ὥρα πού, ἐνῶ κρατάει ἀκόμη τὸ φῶς τῆς μέρας, ἔχουν ἤδη ἀνάψει τὰ φανάρια στοὺς δρόμους καὶ τὰ σπίτια ἀρχίζουν σιγὰ σιγὰ ν’ ἀνάβουν τὰ φῶτα τους. Τὰ βουνὰ τῆς Σαλαμίνας διαγράφονταν βιολετιὰ στὸν πιὸ ἀνοιχτόχρωμο οὐρανό, ποὺ ἀλλοῦ χρύσιζε, ἀλλοῦ ρόδιζε κι ἀλλοῦ σκοτείνιαζε.
Στὶς συνήθεις βόλτες ποὺ ἔβγαζε ὁ Κίμωνας τὴ γιαγιά του μὲ τὸ ἁμάξι του, φρόντιζε συνεχῶς νὰ τῆς ἐξάπτει τὴν περιέργεια καὶ νὰ τῆς ἀπασχολεῖ τὴν προσοχὴ σὲ ὁλόκληρη τὴ διαδρομή, νὰ τῆς ἀκονίζει τὴν παρατηρητικότητα καὶ νὰ τῆς κρατάει σ’ ἐγρήγορση τὸ ἐνδιαφέρον.
Ἔξω ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο ξεδιπλωνόταν ἰλιγγιωδῶς ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἀσχήμιας ἑνὸς βιομηχανικοῦ —βιοτεχνικοῦ ἂς ποῦμε καλύτερα— τοπίου. Ὅμως ἡ ἑλληνικὴ φύση, κυρίως στὴν Ἀττική, ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ ἀναιρεῖ τὴν κάθε ἀσχήμια, τὴν κάθε περιβαλλοντικὴ βεβήλωση. Κάποια ἀχαμνὰ λιόδεντρα καὶ ψωραλέα πευκάκια ἀντιστέκονταν ἀκόμη στὴν ἐπέλαση τῶν βιομηχανικῶν ἐγκαταστάσεων, καὶ μερικὰ κοπάδια προβάτων ἐπέστρεφαν στὶς στάνες τους στὶς ὑπώρειες τῆς Πάρνηθας.
Ναί, ἔτρεχε ἀκριβῶς μ’ ἑκατὸν ἑβδομήντα τὴν ὥρα. Ἡ γιαγιὰ εἶχε γι’ ἄλλη μία φορὰ πετύχει διάνα, χωρὶς βέβαια νὰ ἔχει κοιτάξει τὸ κοντέρ, ἀφοῦ δὲν εἶχε πάψει νὰ κοιτάζει ἔκθαμβη τὴ μεγαλειώδη δύση ποὺ ἐκτυλισσόταν μπρὸς στὰ μάτια τους, καθὼς ταξίδευαν πρὸς δυσμάς. Ἡ νόννα λάτρευε τὴν ταχύτητα — τὴν ἐνθουσίαζε καὶ τὴν ἔκανε νὰ ἐξάπτεται σὰν μικρὸ παιδί.
«Οὔτε ἕνα αὐτοκίνητο δὲν μᾶς προσπέρασε μέχρι τώρα. Ὅλους τοὺς φάγαμε!» εἶπε μὲ θριαμβευτικὸ ὕφος καὶ τσαχπινιὰ κοπελιᾶς στὸ βλέμμα. «Μόνο βάλε, σὲ παρακαλῶ, τὸ χέρι σου μέσα, γιατὶ δὲν θέλω νὰ ἐπιστρέψουμε μὲ λιγότερα χέρια στὸ σπίτι μας».
Τὸ παράθυρο τοῦ αὐτοκινήτου ἦταν ἡ καλύτερη ὀθόνη τηλεόρασης, καὶ μάλιστα ζωντανῆς. Ἡ νόννα ἀπολάμβανε νὰ παρακολουθεῖ τοὺς ἐπιβάτες τῶν ἄλλων μποτιλιαρισμένων ὀχημάτων· τοὺς ἔκανε χάζι καὶ εἶχε πάντοτε εὔστοχα σχόλια νὰ κάνει γι’ αὐτούς. Σὲ τέτοιες περιστάσεις δὲν τῆς περνοῦσε τίποτα ἀπαρατήρητο, δὲν τῆς ξέφευγε ἡ παραμικρὴ λεπτομέρεια.
Ἡ νόννα πέταγε τὴ σκούφια της γιὰ «αὐτοκινητάδες», ὅπως ὀνόμαζε τὶς ἐξόδους τους μὲ τὸ αὐτοκίνητο, δύο συνήθως φορὲς τὴν ἑβδομάδα· μάλιστα ἐνθουσιαζόταν ὅποτε τύχαινε νὰ πέσουν σὲ μποτιλιάρισμα στὸ δρόμο τους, καὶ δὲν καταλάβαινε γιατί ὁ Κίμωνας ἐκνευριζόταν καὶ χαλοῦσε, κατὰ τὸ ἰδίωμά της, τὴ ζαχαρένια του, ἀντὶ νὰ τὸ διασκεδάζει κι αὐτός. Ἤξερε πὼς ἔτσι θὰ παρατεινόταν ἡ ἔξοδός τους, καθὼς θὰ καθυστεροῦσε ἡ ἐπιστροφή τους στὸ σπίτι ὅπου τὴν περίμενε ἡ πλήξη τῆς τηλεόρασης. Τὸ παράθυρο τοῦ αὐτοκινήτου ἦταν ἡ καλύτερη ὀθόνη τηλεόρασης, καὶ μάλιστα ζωντανῆς. Ἡ νόννα ἀπολάμβανε νὰ παρακολουθεῖ τοὺς ἐπιβάτες τῶν ἄλλων μποτιλιαρισμένων ὀχημάτων· τοὺς ἔκανε χάζι καὶ εἶχε πάντοτε εὔστοχα σχόλια νὰ κάνει γι’ αὐτούς. Σὲ τέτοιες περιστάσεις δὲν τῆς περνοῦσε τίποτα ἀπαρατήρητο, δὲν τῆς ξέφευγε ἡ παραμικρὴ λεπτομέρεια. Κι ὅ,τι ἔβλεπε θυμόταν νὰ τὸ σχολιάζει στὰ γαλλικά, πράγμα ποὺ τῆς συνέβαινε ὅποτε ἤθελε νὰ πεῖ κάτι στὸν Κίμωνα χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν οἱ ἄλλοι. Ὁ Κίμωνας κοκκίνιζε ἀπὸ ντροπὴ ὅταν τύχαινε νὰ τοὺς καταλαβαίνουν· ἐπιπλέον αἰσθανόταν σὰν νὰ ἦταν οἱ δυό τους ἀριστοκράτες Ρῶσοι ἐμιγκρέδες, ξεπεσμένοι μετὰ τὴ Ρωσικὴ ἐπανάσταση στὴν Ἑλλάδα, ποὺ συνήθιζαν νὰ μιλοῦν μεταξύ τους γαλλικά. Τὸ ἄλλο ἀδύνατο σημεῖο τῆς νόννας ἦταν πού, καθὼς βαριάκουε ἀλλὰ ἀρνιόταν ἀπὸ κοκεταρία νὰ βάλει ἀκουστικὰ βαρηκοΐας, σχολίαζε τὰ πάντα μὲ τόσο δυνατὴ φωνὴ ὥστε ὅλοι στρέφονταν ἐνοχλημένοι νὰ δοῦν ποιὸς θορυβοῦσε ἔτσι ἀπροκάλυπτα. Ὁ Κίμωνας δὲν θὰ ξεχνοῦσε ποτὲ ποὺ ἡ νόννα του, στὸ ἀρχονταρίκι μιᾶς γυναικείας μονῆς, ἔσκυψε πρὸς τὸ μέρος του γιὰ νὰ τοῦ σχολιάσει ἐμπιστευτικά, πλὴν ὅμως μὲ στεντόρεια φωνή, τὸ μουστακάκι τῆς ἡγουμένης ποὺ καθόταν ἀκριβῶς ἀπέναντί τους.
Μὲ τὰ χρόνια ἡ νόννα ἀποζητοῦσε ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὶς ἀνθρώπινες συναναστροφὲς καὶ ἤθελε νὰ βρίσκεται μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο κόσμο, κατὰ προτίμηση νεανικό. Ἄλλωστε περνοῦσε ἀτελείωτες ὧρες ὁλομόναχη μπρὸς στὸ χαζοκούτι. Ὅταν ὁ Κίμωνας τὴν ἀνέβασε ἕνα ὑπέροχο ἀνοιξιάτικο πρωινὸ στὴν κορυφὴ τῆς Πάρνηθας ἀπὸ τὸν ἐπικίνδυνο δρόμο, ὅλο ἀπότομες, σὰν φουρκέτες, στροφές, ἡ νόννα τὸν ρώτησε μὲ δυσαρέσκεια τί γυρεύανε ἐκεῖ πάνω, στὶς ἐρημιές. «Μὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὴ φύση», τῆς ἀποκρίθηκε ἀπορημένος ὁ Κίμωνας, ποὺ τοῦ εἶχε βγεῖ ἡ πίστη γιὰ νὰ φτάσουν ὣς ἐκεῖ. «Καὶ τί νὰ τὴν κάνουμε τὴ φύση;» τὸν ἀποστόμωσε ἡ νόννα του, ποὺ ἀρνήθηκε πεισματικὰ νὰ βγεῖ ἀπ’ τὸ ἁμάξι κι ἀπαίτησε νὰ ἐπιστρέψουν πάραυτα στὴν πόλη καὶ στὶς γητειές της.
«Τί λές; Νὰ τὸν περάσουμε κι αὐτὸν τὸν Μενέλαο;» τὴ ρώτησε ὁ Κίμωνας, χρησιμοποιώντας τὸν προσφιλὴ στὸν παππού του ὅρο, ποὺ τὸν εἶχε καθιερώσει στὴν οἰκογένειά του. Γιατὶ «Μενέλαους» ἀποκαλοῦσε κατ’ εὐφημισμὸν ὁ παπποὺς ὅσους τοῦ ἔδιναν στὰ νεῦρα, ὥστε νὰ μὴν καταλαβαίνουν ἀκριβῶς οἱ ἄλλοι τί ἐννοοῦσε καὶ νὰ μὴ συγχύζει τὴν πολυαγαπημένη του Λευκοθέα, ποὺ δὲν ἀνεχόταν τὶς βρισιὲς καὶ τὶς χυδαιότητες κι ἀποστρεφόταν κάθε εἴδους χοντράδες. Ὁ παπποὺς ἔδειχνε ἔτσι σὲ πόσο χαμηλὴ ἐκτίμηση εἶχε τὸν Μυκηναῖο βασιλιά, ποὺ δὲν στάθηκε ἱκανὸς νὰ κρατήσει τὴ γυναίκα του, τὴν περιβόητη ὡραία Ἑλένη, ἡ ὁποία τὸν κεράτωσε μὲ τὸν Πάρι καὶ ὑπῆρξε πρόξενος τόσων συμφορῶν γιὰ τοὺς Τρῶες καὶ τοὺς Ἀχαιούς.
Ἡ σοκολατίτσα, καὶ πιὸ χαϊδευτικὰ «τίτσα», ἀποτελοῦσε μέρος τοῦ ἀπαράβατου τελετουργικοῦ τῶν συχνῶν ἐξορμήσεών τους, κάτι σὰν ἔπαθλο γιὰ τὴ νόννα ποὺ τρελαινόταν γιὰ τὰ γλυκά — πάντοτε σοκολάτα ὑγείας τοῦ Παυλίδη, ἀπὸ ἐκείνη μὲ τὸ μαῦρο περιτύλιγμα, ἄντε καὶ καμιὰ καραμελίτσα, κατὰ προτίμηση ἀπὸ τὶς μαλακὲς σὰν ζελὲ μὲ γεύση διάφορων φρούτων, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὶς σκληρὲς ποὺ ἔβαζαν σὲ δοκιμασία τὶς τεχνητὲς ὀδοντοστοιχίες της.
Γιὰ τὸ χειρότερο ἡ γιαγιὰ κρατοῦσε πάντοτε μιὰ πισινή. Μανιώδης θεατρόφιλη ἀπὸ τὰ παιδικάτα της —πολλὲς φορὲς εἶχε διηγηθεῖ στὸν Κίμωνα πῶς, μωρό, τὴν ταχτάριζε ὁ μεγάλος Αἰμίλιος Βεάκης, οἰκογενειακὸς φίλος τῆς μητέρας της, καὶ πῶς εἶχε παίξει σὲ σχολικὴ παράσταση στὴν ἕκτη δημοτικοῦ, μὲ τὸν Δημητράκη Χόρν—, ἔνιωθε σεβασμὸ γιὰ τὸ μόχθο τῶν συντελεστῶν μιᾶς θεατρικῆς παράστασης, καὶ περισσότερο γιὰ τοὺς ἠθοποιούς, ὅποιο κι ἂν ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς δουλειᾶς τους. Ἔτσι, ὅποτε δὲν τῆς ἄρεσε τὸ ἀνέβασμα κάποιου ἔργου, ἔλεγε συνήθως, κλείνοντας τὴν κριτική της: «Ἦταν πάντως μιὰ τίμια παράσταση». Καὶ οἱ δικοί της ἤξεραν πώς, ὅταν ἡ νόννα χαρακτήριζε μιὰ παράσταση τίμια, αὐτὸ σήμαινε πὼς δὲν τῆς εἶχε ἀρέσει καθόλου.
«Κι αὐτὸ τὸ μοντέρνο γλυπτὸ ἐκεῖ πέρα, στὴν πλατεία, πῶς σοῦ φαίνεται, νοννίτσα;» συνέχισε ὁ Κίμωνας γιὰ νὰ ἀσκήσει τὴν προσοχή της.
Μὲ τὰ χρόνια ὡστόσο ἡ νόννα ὅλο καὶ περισσότερο δυσκολευόταν νὰ ἑστιάσει τὸ βλέμμα της πρὸς τὰ ἐκεῖ ὅπου κοίταζε, γιατὶ ὅλο καὶ συχνότερα ζοῦσε πιὰ σ’ ἕναν δικό της κόσμο ὅπου δέσποζε ἡ μορφὴ τῆς μητέρας της.
Τὸ εἰσιτήριο γιὰ τὸ Παρίσι μὲ μεταμεσονύκτια πτήση μιᾶς ἀεροπορικῆς ἑταιρείας τῆς συμφορᾶς ὁ Κίμωνας τὸ εἶχε βγάλει μῆνες πρὶν μέσω τοῦ διαδικτύου σὲ ἐξαιρετικὰ συμφέρουσα τιμή, ἀφοῦ ἐδῶ καὶ πάρα πολὺν καιρὸ μηρύκαζε τὴν ἰδέα νὰ τὸ στρίψει ἀλὰ γαλλικά. Διαβατήριο δὲν χρειαζόταν· ἀρκοῦσε ἡ νέου τύπου ταυτότητά του, ποὺ ἴσχυε γιὰ ὅλες τὶς χῶρες τῆς συμφωνίας τοῦ Σένγκεν. Τὸ νοίκι τῆς γκαρσονιέρας, ποὺ τὴ διατηροῦσε γιὰ τὶς ἐρωτοδουλειές του, τὸ εἶχε πληρωμένο μέχρι τὸ τέλος τοῦ μήνα, καὶ τὰ λιγοστά του πράγματα τ’ ἄφηνε στὸν κολλητό του, τὸν Πέτρο, ποὺ θὰ ἔπιανε αὐτὸς πιὰ τὸ διαμερισματάκι. Πάντως ὁ Κίμωνας δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ συγκατοικεῖ μὲ τὴ νόννα του γιὰ νὰ τὴ φροντίζει, καὶ στὴν γκαρσονιέρα ἁπλῶς ξενοκοιμόταν περιστασιακά. Τὸ αὐτοκίνητό του εἶχε συμφωνήσει νὰ πάει ὁ Πέτρος νὰ τὸ πάρει ἀπὸ τὸ χῶρο μακρᾶς στάθμευσης τοῦ ἀεροδρομίου μία μέρα μετὰ καὶ νὰ τὸ κρατήσει γιὰ λογαριασμό του μέχρι νεωτέρας. Θὰ ἐπιβαρυνόταν μονάχα μὲ τὰ ἔξοδα στάθμευσης, ποὺ δὲν ἦταν καὶ τόσο φοβερά. Τοῦ εἶχε μάλιστα ἀφήσει τὸ ἀντικλείδι του, ἐνῶ τοῦ εἶχε ὑποδείξει τὸ μέρος κάτω ἀπὸ τὸν προφυλακτήρα ὅπου θὰ ἔκρυβε τὰ δικά του κλειδιά. Μία μεγάλη βαλίτσα ὅλη κι ὅλη, μὲ τὰ ἐντελῶς ἀπαραίτητά του πράγματα καὶ ρουχισμό, τὴ φόρτωσε μαζὶ μὲ τὸν φορητὸ ὑπολογιστή του στὸ πὸρτ μπαγκάζ.
Στὴ μεγάλη τσέπη τοῦ παλτοῦ τῆς γιαγιᾶς του ἔχωσε μὲ τρόπο ἕνα φάκελο μὲ τὴν ταυτότητά της, τὸ τραπεζικό της βιβλιάριο, ποὺ πιστωνόταν μὲ τὴ σύνταξή της, τὸ ἀσφαλιστικό της βιβλιάριο, καθὼς κι ἐκεῖνο τοῦ Ταμείου Ὑγείας της. Συνταξιοδοτικὰ ἡ νόννα του ἦταν πλήρως καλυμμένη ἀπὸ τὴν προσωπική της ἐργασία στὴ Νομαρχία Ἀττικῆς ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸν ἄντρα της, ποὺ εἶχε κλείσει τὴν ὑπαλληλικὴ σταδιοδρομία του ὡς ὑψηλόβαθμο στέλεχος τῆς Τράπεζας τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Κίμωνας φρόντισε ἐπίσης νὰ βάλει σὲ μιὰν ἄλλη τσέπη της τὰ κλειδιὰ τοῦ σπιτιοῦ τους.
Τὴν προηγουμένη εἶχε φωνάξει τὸν κομμωτὴ τῆς γειτονιᾶς γιὰ νὰ κόψει τὰ μαλλιὰ τῆς γιαγιᾶς του. Γιὰ τὴν περίσταση τῆς εἶχε φορέσει ἕνα ὡραῖο ζέρσεϊ φόρεμα καὶ τὰ καλύτερα παπούτσια της, ποὺ ἐκείνη τὰ φύλαγε γιὰ τὸ στερνό της ταξίδι, ὅπως ἔλεγε τότε ποὺ ἦταν ἀκόμη στὰ καλά της καὶ τὴν ἀπασχολοῦσε ἡ ἀξιοπρεπὴς ἔξοδός της ἀπὸ τὸ πάλκο τῆς ζωῆς. Τὸ λαιμό της στόλιζε ἕνα ἐντυπωσιακὸ κολιὲ ἀπὸ ψεύτικες ὅμως πέρλες, ἀσορτὶ μὲ τὰ διακριτικὰ σκουλαρίκια της. Ὁ ἐγγονός της εἶχε φροντίσει ὥστε ἡ ὅλη ἐμφάνισή της νὰ εἶναι μιᾶς «γκρὰντ ντάμ», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ πατέρας του.
Ὅταν ὁ Κίμωνας πῆρε ἀκάθεκτος τὴν ἔξοδο τῆς Ἀττικῆς Ὁδοῦ πρὸς τὴν Ἐλευσίνα, κάνοντας τὰ λάστιχα τοῦ αὐτοκινήτου νὰ στριγκλίσουν, ὅπως στὶς παλαιὲς ἀστυνομικὲς ταινίες τοῦ ἀμερικανικοῦ κινηματογράφου, καὶ τὴ γιαγιά του νὰ χαμογελάει εὐδιάθετη, ἡ νύχτα εἶχε πιὰ σχεδὸν πέσει γιὰ τὰ καλά.
Ὁ Κίμωνας αἰσθανόταν κατάκοπος κι ὁδηγοῦσε νευρικὰ κι ὡστόσο μηχανικά. Ἔνιωθε τὴν ἀκατανίκητη ἐπιθυμία νὰ πέσει ἀμέσως γιὰ ὕπνο καὶ χασμουριόταν ἀκατάπαυστα, σὲ σημεῖο ποὺ κατάφερε νὰ ἐκνευρίσει τὴ συνήθως ἀτάραχη γιαγιά του.
«Ἔτσι ποὺ τὸ πᾶς, θὰ πάθεις ἐξάρθρωση τῆς κάτω σιαγόνος σου», τοῦ εἶπε δῆθεν ἀστεῖα ἀλλ’ ὅμως ἀπηυδισμένη ἀπὸ τὴν ἐκ μέρους του ἔλλειψη καλῶν τρόπων. «Καὶ νὰ πεῖς ὅτι δὲν κοιμήθηκες τοῦ καλοῦ καιροῦ τὸ μεσημέρι! Εἶδα κι ἔπαθα νὰ σὲ ξυπνήσω, εἰδάλλως θὰ νυχτωνόμασταν στὸ σπίτι», συμπλήρωσε ἐνῶ χασμουριόταν καὶ ἡ ἴδια, ἀλλὰ μὲ τάκτ.
Ὅταν ὁ Κίμωνας πῆρε ἀκάθεκτος τὴν ἔξοδο τῆς Ἀττικῆς Ὁδοῦ πρὸς τὴν Ἐλευσίνα, κάνοντας τὰ λάστιχα τοῦ αὐτοκινήτου νὰ στριγκλίσουν, ὅπως στὶς παλαιὲς ἀστυνομικὲς ταινίες τοῦ ἀμερικανικοῦ κινηματογράφου, καὶ τὴ γιαγιά του νὰ χαμογελάει εὐδιάθετη, ἡ νύχτα εἶχε πιὰ σχεδὸν πέσει γιὰ τὰ καλά. Μονάχα στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα ἀπέμενε λίγο ἀτλαζένιο χρῶμα πάνω ἀπὸ τὶς σκοτεινιασμένες βουνοκορφὲς τῆς Πελοποννήσου. Τὰ ἐμπορικὰ πλοῖα ποὺ βρίσκονταν ἀρόδο εἶχαν ἀνάψει ὅλα τους τὰ φῶτα, κι ὁ ἀρχαιολογικὸς χῶρος τοῦ Τελεστηρίου εἶχε ἤδη φωταγωγηθεῖ. Ὁ καιρὸς εἶχε ἀνοίξει καὶ τ’ ἀστέρια ἄναβαν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο στὸ στερέωμα. Τὰ φῶτα στὴν ἀντικρινὴ Σαλαμίνα τρεμόπαιζαν καὶ καθρεφτίζονταν στὰ μαῦρα νερά. Ἡ νεολαία ἄρχιζε νὰ κατακλύζει τὶς καφετέριες, ποὺ ἀνέβασαν τὴν ἔνταση τῆς μουσικῆς τους, δημιουργώντας ἠχητικὸ πανδαιμόνιο. Στὴν παραλία τῆς Ἐλευσίνας κάποιοι ἔκαναν τὸν βραδινό τους περίπατο ἢ ἔβγαζαν τὸν σκύλο τους βόλτα, καὶ ἡ θάλασσα σὰν μουσελίνα βραδινῆς τουαλέτας λίκνιζε ἁπαλὰ τὶς ψαρόβαρκες στὸ μικρὸ λιμανάκι.
[...]