Τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος για να βρει δουλειά; Η απάντηση στην παράσταση Αναζήτηση εργασίας σε σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου.
Του Γιώργου Π. Πεφάνη
Θα πρέπει πιο συχνά να θυμόμαστε την αρχή της απόδοσης (performance principle) που ο Herbert Marcuse στο Έρως και πολιτισμός είχε προτείνει προσπαθώντας να αντισταθμίσει τη φροϋδική αρχή της πραγματικότητας.
Η απόδοση βρίσκεται στη βάση κάθε ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας των μεταβιομηχανικών κοινωνιών, καθώς συνυφαίνεται με τα μετρήσιμα αποτελέσματα μιας διαδικασίας (άρα μετρά επιδόσεις), με την ικανότητα του παραγωγικού υποκειμένου να ανταπεξέρχεται στις απαιτήσεις που προτάσσουν οι αγορές ή να επιτελεί με επιτυχία τους ρόλους που του ανατίθενται. Απόδοση, επίδοση και επιτέλεση συνιστούν ένα εννοιακό τρίγωνο που βρίσκεται στο επίκεντρο τόσο της εργασίας, όσο και του θεάτρου: η performance του εργαζομένου, το θέατρο της εργασίας, η εργασία ως performance. Οι έννοιες αυτές παρεισφρέουν σε πολλά σύγχρονα θεατρικά έργα, προκαλώντας εκάστοτε ποικίλες ιδεολογικές αποχρώσεις.
Απόδοση, επίδοση και επιτέλεση συνιστούν ένα εννοιακό τρίγωνο που βρίσκεται στο επίκεντρο τόσο της εργασίας, όσο και του θεάτρου: η performance του εργαζομένου, το θέατρο της εργασίας, η εργασία ως performance
Η Κωλοδουλειά (2009) του Γιάννη Μαυριτσάκη μας δίνει μια ακτινογραφία ενός μονότονου και μουντού εργασιακού περιβάλλοντος, όπου η ανθρώπινη δημιουργικότητα έχει μετατραπεί πλήρως σε μηχανική αντίδραση. Στο Έμποροι (2006) του Joël Pommerat έχουμε ένα μεταφυσικό σκηνικό (όπου οι νεκροί μπορούν να συνυπάρχουν με τους ζωντανούς), αλλά σε μια ρεαλιστική βάση της ανθρώπινης εργασίας: ο θάνατος ενός μικρού παιδιού υποτίθεται ότι γίνεται αφορμή για να ξανανοίξει ένα μεγάλο εργοστάσιο. Στη Μεγάλη και θαυμαστή ιστορία του εμπορίου του ιδίου έχουμε ένα τοπίο αντίστοιχο με το Οικόπεδο με θέα του David Mamet, μόνο που εδώ εμπλέκεται και η ηλικιακή παράμετρος, όπως και η διαχρονική ισχύς της εμπορικής λογικής: πρώτα ο νέος μαθαίνει από τους μεγαλύτερους πώς πρέπει να πουλάει το εμπόρευμά του, ενώ σε έναν δεύτερο χρόνο είναι ο νέος που μαθαίνει στους μεγαλύτερους τα μυστικά του εμπορίου. Η διαφορά έγκειται στην ίδια την ηλικία, η οποία έχει γίνει πλέον εμπόρευμα ή τουλάχιστον προϋπόθεση εμπορευματοποίησης.
Στη Μέθοδο Γκρόνχολ του Τζόρντι Γκαλθεράν δεσπόζει η προβληματική του φαίνεσθαι και του είναι. Ο εργαζόμενος, στην ουσία, ο υποψήφιος υπάλληλος, οφείλει με έναν συχνά ταπεινωτικό τρόπο να εντρυφήσει στο επάγγελμα του φαίνεσθαι. Ο καταλανός συγγραφέας στη ρεαλιστική κωμωδία του προτάσσει ένα σύμπτωμα του καπιταλισμού, το οποίο όμως έχει βαθύτερες ψυχολογικές και φιλοσοφικές επιπτώσεις: δεν έχει σημασία ούτε ποιοι είμαστε, ούτε πώς είμαστε, αλλά ποιοι φαινόμαστε ότι είμαστε. Οι προσωπικότητες υποχωρούν, οι ταυτότητες ωχριούν. Αυτό που μετράει είναι ο τρόπος επιτέλεσης των ταυτοτήτων. Σε αυτό το θέατρο του εαυτού δεν κυριαρχούν απλώς τα προσωπεία: πίσω από τη μάσκα κρύβεται μια άλλη μάσκα και αυτή με τη σειρά της κρύβει το κενό. Οι ταυτότητες αναλύονται σε ρόλους αλλά πίσω από αυτούς δεν υπάρχει ένας εαυτός. Τελικά, η πραγματική μας ταυτότητα (ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν) δεν ενδιαφέρει κανέναν, ούτε καν εμάς τους ίδιους.
Ο Vinaver, αρκετά χρόνια πριν είχε τοποθετηθεί διαφορετικά στην Αναζήτηση εργασίας (1971). Τι είναι ικανός ο άνθρωπος να κάνει για να βρει δουλειά; Τι είναι αυτό που ονομάζουμε συνέντευξη επιλογής προσωπικού; Όπως έδειξε η σύγχρονη παράσταση του έργου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης σε σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου, τα ερωτήματα αυτά είναι ακόμα επίκαιρα, άρα οι κοινωνικές διαδικασίες και συμπεριφορές σε σχέση με την ανεύρεση εργασίας τα τελευταία σαράντα χρόνια δεν πρέπει να έχουν αλλάξει αισθητά.
Tο εμπόρευμα εδώ είναι ολόκληρη η προσωπικότητά του: η ιδεολογία του, οι αντιλήψεις του, οι καθημερινές συνήθειες, οι οικογενειακές σχέσεις, ακόμα και η σωματική ενεργητικότητά του
Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση απορρέει από όλους τους κερματισμένους διαλόγους του κειμένου: για να βρει ο άνθρωπος δουλειά γίνεται σταδιακά έμπορος του εαυτού του. Πιο πέρα από τη μαρξική ανάλυση της πώλησης της παραγωγικής δύναμης (ο εργάτης πουλάει την εργασία του στον κάτοχο των παραγωγικών μέσων), ο άνθρωπος του Vinaver πουλάει τον εαυτό του, το εμπόρευμα εδώ είναι ολόκληρη η προσωπικότητά του: η ιδεολογία του, οι αντιλήψεις του, οι καθημερινές συνήθειες, οι οικογενειακές σχέσεις, ακόμα και η σωματική ενεργητικότητά του. Είναι ανατριχιαστική η σκηνή κατά την οποία πρέπει να ελεγχθεί ακόμα και η οδοντοστοιχία του ανέργου, καθώς θυμίζει τους επίδοξους μετανάστες, τους gastarbeiters που περιγράφει με ακρίβεια ο Πέτρος Μάρκαρης στο παλαιότερο (αλλά όχι παλαιωμένο) έργο του Οι επισκέπτες.
Michel Vinaver
|
Στο δεύτερο ερώτημα θα λέγαμε ότι η συνέντευξη επιλογής προσωπικού, στη σατιρική βιναβεριανή ματιά, τείνει να θεωρηθεί ένα έργο τέχνης και μαζί μια ιδιάζουσα διαλογική μορφή που έχει ίσες αποστάσεις από την τυπική ανάκριση και την ψυχαναλυτική συνεδρία. Η συνεδρία/ανάκριση στην κυνικά εκφυλισμένη μορφή της έχει «ευεργετικές» επιδράσεις στον συνεντευξιαζόμενο που «αναλύεται» και ανακρίνεται έως ότου φωτίσει μέσα του σκοτεινές πτυχές της ψυχικής ζωής του. Ο άνεργος που δεν προσλαμβάνεται τελικά αποκομίζει έτσι μια μεγάλη ωφέλεια, την οποία πρέπει να πιστώσει στη λογική των εταιρειών και των τεχνοκρατών λειτουργών της. Παράλληλα όμως (και από την πλευρά της εταιρείας) η συνέντευξη είναι και ένα είδος καλλιτεχνίας. Ο Βαλάς, διευθυντής προσωπικού της εταιρείας, νιώθει κατά τη διάρκεια των ερωτήσεων ότι πατάει σε λευκό χιόνι, ότι αρχίζει όχι μόνο να εξιχνιάζει, αλλά και διαμορφώνει την προσωπικότητα του άλλου, όπως περίπου ο θεατρικός συγγραφέας διαμορφώνει τα δραματικά του πρόσωπα. Αυτή η θεατρική αυτοαναφορά κάνει τον Βαλάς να πιστεύει ότι «η διαδικασία της συνέντευξης προσιδιάζει στην πράξη της δημιουργίας».
Η σκηνοθεσία του έργου (Θανάσης Σαράντος) σωστά διέκρινε τις χρονικές αντιστοιχίες και τις σαφώς κοινές αναφορές με τη δική μας κοινωνία. Η Αναζήτηση εργασίας μοιάζει σα να γράφτηκε μόλις εχθές για τους ανθρώπους της οικονομικής κρίσεις και τους ανέργους που βιάζονται από το σύστημα των αγορών να αγνοήσουν τη μέση ηλικία τους και να υποστούν έναν επαγγελματικό, ψυχολογικό και υπαρξιακό παροπλισμό. Το υπόγειο του «Μιχάλης Κακογιάννης» συνέτεινε στην εφιαλτική ματιά και την αποπνικτική ατμόσφαιρα του έργου. Αν και το σκηνικό (Βασιλική Σύρμα) παρέπεμπε στην εποχή των «χαρτογιακάδων», η αίσθηση του garage, της απόθεσης, της αποθήκευσης των ανθρώπινων σωμάτων, που χαρακτηρίζει τη δική μας εποχή, ήταν επίσης έντονη. Όλες οι ερμηνείες κινήθηκαν σε ικανοποιητικό επίπεδο, καθώς κατάφεραν να αποδώσουν τον ασθματικό ρυθμό των διαλογικών διεμβολίσεων[1].
[1] Το έργο περιλαμβάνεται στον τόμο Νέο γαλλικό θέατρο, Άγρα, Αθήνα 2014, σε μεταφραστική επιμέλεια της Δήμητρας Κονδυλάκη.
Νέο Γαλλικό Θέατρο 3
Συλλογικό
Μτφρ. Δήμητρα Κονδυλάκη, Ανδρέας Στάικος, Έφη Γιαννοπούλου
Άγρα 2014
Σελ. 232, τιμή € 15,50