Αυτό που καταρχήν εντυπωσιάζει στα έργα του Γιάννη Μιχαηλίδη, τόσο στους παλαιότερους παραστατικούς του πίνακες όσο και στους πιο πρόσφατους, είναι η φειδώ με την οποία αντιμετωπίζει τα περιγραφικά στοιχεία και η λιτότητα των χρωμάτων του. Ενώ όμως η χρήση των χρωμάτων είναι περιορισμένη, οι τονικότητές τους ήταν κατ' αντιδιαστολή ανέκαθεν πλούσιες.
"Το δεύτερο πράγμα που εντυπωσιάζει είναι ότι, όχι μόνο όταν πρόκειται για παραστατική ζωγραφική, αλλά ίσως ακόμη περισσότερο στις αφηρημένες του συνθέσεις, δημιουργείται μια εντύπωση τοπίων. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι ο καλλιτέχνης προβάλλει τα δικά του εσωτερικά ζωγραφικά τοπία. Ίσως πάλι να οφείλεται στη σχέση που διατηρεί με τη φύση και στην ανάγκη του να τη μιμηθεί, επεμβαίνοντας στα έργα με μεγαλύτερη ταχύτητα απ' ό,τι εκείνη, αλλά κατά τον ίδιο τρόπο που αυτή θα τα αλλοίωνε σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Έτσι, η διαδικασία της ζωγραφικής στο έργο του Γιάννη Μιχαηλίδη συνδυάζεται με τις παραξενιές της φύσης και του καιρού, με το στέγνωμα στον ήλιο, με το ξέσχισμα του αέρα, με την υγρασία της βροχής, με τις οξειδώσεις που δημιουργεί το αλάτι της θάλασσας. Ακόμη και στα μονόχρωμα έργα που την πρωτοκαθεδρία δεν έχει το τοπίο, αλλά εμφανώς τα ίδια τα υλικά του ζωγράφου, αναγνωρίζει κανείς στοιχεία τόπων. Αυτό είναι συνεπές με την άποψη του Γιάννη Μιχαηλίδη για τη ζωγραφική, την οποία σαφώς ο ίδιος "κατοικεί", ως τόπο.